ἄκορος: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0077.png Seite 77]] (unersättlich), ununterbrochen, [[εἰρεσία]] Pind. P. 4, 202. ἡ, Pflanze, Calmus, Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0077.png Seite 77]] (unersättlich), ununterbrochen, [[εἰρεσία]] Pind. P. 4, 202. ἡ, Pflanze, Calmus, Theophr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />insatiable, infatigable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κόρος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄκορος''': -ον, [[ἀκόρεστος]]: ὁ μὴ εἰς κόπωσιν ὑποκείμενος, [[ἀδιάκοπος]], [[εἰρεσία]], Πινδ. Π. 4. 360. | |lstext='''ἄκορος''': -ον, [[ἀκόρεστος]]: ὁ μὴ εἰς κόπωσιν ὑποκείμενος, [[ἀδιάκοπος]], [[εἰρεσία]], Πινδ. Π. 4. 360. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 14:05, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, = ἀκόρεστος: untiring, ceaseless, εἰρεσία Pi.P.4.202.
Spanish (DGE)
-ον
incansable εἰρεσία Pi.P.4.202, τὸν ἄκορον βοᾶς ... Ἄρη A.Supp.635.
German (Pape)
[Seite 77] (unersättlich), ununterbrochen, εἰρεσία Pind. P. 4, 202. ἡ, Pflanze, Calmus, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
insatiable, infatigable.
Étymologie: ἀ, κόρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκορος: -ον, ἀκόρεστος: ὁ μὴ εἰς κόπωσιν ὑποκείμενος, ἀδιάκοπος, εἰρεσία, Πινδ. Π. 4. 360.
English (Slater)
ᾰκορος, -ον without tedium, weariness εἰρεσία δ' ὑπεχώρησεν ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν ἄκορος (P. 4.202)
Greek Monolingual
ἄκορος, -ον (Α)
ο αδιάκοπος
«ἄκορος εἰρεσία» (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κόρος < κορέννυμι.
ΠΑΡ. ἀκορία (Ι)].
Greek Monotonic
ἄκορος: -ον = ἀκόρεστος· ακούραστος, ακαταπόνητος, αδιάλειπτος, συνεχής, Λατ. improbus, εἰρεσία, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄκορος: неутомимый, безостановочный (εἰρεσια Pind.).
Middle Liddell
= ἀκόρεστος
untiring, ceaseless, Lat. improbus, εἰρεσία Pind.