ἐκφράζω: Difference between revisions
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0786.png Seite 786]] genau erzählen, beschreiben; αὔθ' ἕκαστα Aesch. Prom. 952; Eur. Herc. Fur. 1119; Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0786.png Seite 786]] genau erzählen, beschreiben; αὔθ' ἕκαστα Aesch. Prom. 952; Eur. Herc. Fur. 1119; Plut. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> expliquer tout au long, exposer en détail;<br /><b>2</b> désigner.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[φράζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκφράζω''': ἐκθέτω ἀκριβῶς, διηγοῦμαι λεπτομερῶς, [[περιγράφω]], Αἰσχύλ. Πρ. 950, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1119˙ δηλῶ, [[ἐκφαίνω]], τινὰ ὀνόματί τινι Πλούτ. 2. 24Α. | |lstext='''ἐκφράζω''': ἐκθέτω ἀκριβῶς, διηγοῦμαι λεπτομερῶς, [[περιγράφω]], Αἰσχύλ. Πρ. 950, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1119˙ δηλῶ, [[ἐκφαίνω]], τινὰ ὀνόματί τινι Πλούτ. 2. 24Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:40, 2 October 2022
English (LSJ)
A tell over, recount, A.Pr.950, dub. l. in E.HF1119; denote, δύναμιν τοῖς τῶν θεῶν ὀνόμασιν Plu.2.24a. II describe, Hermog. Prog.10, Id.2.4, Men.Rh.p.373 S.:—Pass., TheonProg.2. 2 express ornately, τὸ ἐ. τὰ γέλοια ὅμοιόν ἐστι καὶ καλλωπίζειν πίθηκον Demetr.Eloc.165.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ind. red. ἐκπέφραδεν A.R.4.1125 (tm.)]
1 exponer, explicar ἐκ πᾶσαν πέφραδεν ἀγγελίην A.R.l.c., cf. Ath.Al.Ar.4.33, PMasp.295.3.31 (VI d.C.), c. interr. indir. ἐκφραζόντων ἡμῶν ἡλίκα καὶ πόσα ... περιέστηκε <κακὰ> τὰς πόλεις Syrian.in Hermog.2.84.17
•describir τὰς οὖκ αἰσχρὰς (ἡδονὰς) ἁπλῶς Hermog.Id.2.4 (p.331), cf. Plu.2.967d, οὐκ οἶδα ... πῶς ἐκφράσω τὸ φῶς (τῆς σάλπιγγος) Hsch.H.Hom.4.1.4
•ret. describir literariamente ref. a una técnica específica τὰ πράγματα Hermog.Prog.10, cf. Men.Rh.373, en v. pas. πολλὰ ... ἐκπέφρασται παρὰ τοῖς παλαιοῖς Theo Prog.68.7
•abs. διδάσκαλος τοῦ ἐκφράζειν Eust.1567.9
•describir con estilo elevado τὸ ἐκφράζειν τὰ γέλοια ὅμοιόν ἐστι καὶ καλλωπίζειν πίθηκον Demetr.Eloc.165.
2 ref. al lenguaje pronunciar, interpretar μιμικὸν ἱ<λ>αρὸν λόγον ITheor.Samothr.29.7 (II/I a.C.?)
•expresar, designar c. ac. y dat. instrum. δύναμιν ... τοῖς τῶν θεῶν ὀνόμασιν Plu.2.24a.
German (Pape)
[Seite 786] genau erzählen, beschreiben; αὔθ' ἕκαστα Aesch. Prom. 952; Eur. Herc. Fur. 1119; Plut.
French (Bailly abrégé)
1 expliquer tout au long, exposer en détail;
2 désigner.
Étymologie: ἐκ, φράζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφράζω: ἐκθέτω ἀκριβῶς, διηγοῦμαι λεπτομερῶς, περιγράφω, Αἰσχύλ. Πρ. 950, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1119˙ δηλῶ, ἐκφαίνω, τινὰ ὀνόματί τινι Πλούτ. 2. 24Α.
Greek Monolingual
(AM ἐκφράζω)
φανερώνω τις σκέψεις μου με λόγια, διατυπώνω, εκδηλώνω
νεοελλ.
παθ. εξωτερικεύω την ψυχική μου κατάσταση («εκφράζεται με τα χέρια»)
αρχ.-μσν.
περιγράφω, εικονίζω, διαγράφω
αρχ.
1. εμφαίνω, υποδεικνύω
2. εξηγώ με κομψές εκφράσεις («τὸ δὲ ἐκφράζειν τὰ γέλοια ὅμοιόν ἐστι και καλλωπίζειν πίθηκον»).
Greek Monotonic
ἐκφράζω: μέλ. -σω, απαριθμώ, εξιστορώ, αφηγούμαι, διηγούμαι, περιγράφω, εκθέτω, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκφράζω:
1) высказывать, описывать (ἕκαστα Aesch.);
2) выражать, обозначать (τι τοῖς θεῶν ὀνόμασι Plut.).