ἐπίπληξις: Difference between revisions
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0970.png Seite 970]] ἡ, Züchtigung, Strafe, Tadel, ἔχειν, sich Vorwurf zuziehen, Aesch. 1, 177; neben [[κόλασις]], Tim. Locr. 103 e; Hippoer. u. Sp.; [[πρός]] τινα, Plut. Sol. 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0970.png Seite 970]] ἡ, Züchtigung, Strafe, Tadel, ἔχειν, sich Vorwurf zuziehen, Aesch. 1, 177; neben [[κόλασις]], Tim. Locr. 103 e; Hippoer. u. Sp.; [[πρός]] τινα, Plut. Sol. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />châtiment, [[réprimande]], [[blâme]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιπλήσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίπληξις''': καὶ Δωρ. -πλαξις, εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ [[ἐπιπλήττειν]], [[ἐπιτιμᾶν]], διὰ κολασίων καὶ ἐπιπλαξίων Τίμ. Λοκρ. 103Ε, Ψευδο-Δημ. 1406. 26· ἐπίπληξιν ἔχειν, ἐπίπληξιν προκαλεῖν, ἐπίπληξιν ἐπιδέχεσθαι, Αἰσχίν. 25. 18· ἐπ. [[πρός]] τι ἢ τινα Ἱππ. 24. 46, Πλουτ. Σόλ. 3. | |lstext='''ἐπίπληξις''': καὶ Δωρ. -πλαξις, εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ [[ἐπιπλήττειν]], [[ἐπιτιμᾶν]], διὰ κολασίων καὶ ἐπιπλαξίων Τίμ. Λοκρ. 103Ε, Ψευδο-Δημ. 1406. 26· ἐπίπληξιν ἔχειν, ἐπίπληξιν προκαλεῖν, ἐπίπληξιν ἐπιδέχεσθαι, Αἰσχίν. 25. 18· ἐπ. [[πρός]] τι ἢ τινα Ἱππ. 24. 46, Πλουτ. Σόλ. 3. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:10, 2 October 2022
English (LSJ)
Dor. ἐπίπλαξις, εως, ἡ,
A blame, rebuke, Ti.Locr.103e (pl.), D.61.18 (pl.); τυγχάνειν τῆς καθηκούσης ἐπιπλήξεως SIG630.9 (Delph., ii B.C.); ἐπίπληξιν ἔχειν = incur criticism, Aeschin.1.177; ἐπίπληξις πρός τι or τινα, Hp. Decent.12, Plu.Sol.3 (pl.).
2. in strong sense, punishment, LXX 2 Ma.7.33, PSI5.542.30 (iii B.C.), Mitteis Chr.31 iii 14 (ii B.C.): pl., of plagues, Ph.2.100.
German (Pape)
[Seite 970] ἡ, Züchtigung, Strafe, Tadel, ἔχειν, sich Vorwurf zuziehen, Aesch. 1, 177; neben κόλασις, Tim. Locr. 103 e; Hippoer. u. Sp.; πρός τινα, Plut. Sol. 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
châtiment, réprimande, blâme.
Étymologie: ἐπιπλήσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπληξις: καὶ Δωρ. -πλαξις, εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ἐπιπλήττειν, ἐπιτιμᾶν, διὰ κολασίων καὶ ἐπιπλαξίων Τίμ. Λοκρ. 103Ε, Ψευδο-Δημ. 1406. 26· ἐπίπληξιν ἔχειν, ἐπίπληξιν προκαλεῖν, ἐπίπληξιν ἐπιδέχεσθαι, Αἰσχίν. 25. 18· ἐπ. πρός τι ἢ τινα Ἱππ. 24. 46, Πλουτ. Σόλ. 3.
Greek Monotonic
ἐπίπληξις: -εως, ἡ (ἐπιπλήσσω), επίκριση, επιτίμηση, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπληξις: дор. ἐπίπλαξις, εως ἡ порицание, упрек Plat., Aeschin., Dem., Plut.