ἐπαναγκάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0899.png Seite 899]] dazu nöthigen, Her. 8, 130; mit dem acc. u. inf., ἐπηνάγκαζέ νιν Διὸς χαλινὸς πρὸς βίαν πράσσειν τάδε Aesch. Prom. 674; Ar. Av. 1083; absolut, Her. 8, 130 u. Thuc. 5, 31, wie Andoc. 4, 17; ἑαυτὸν φίλον τινὶ γίγνεσθαι Plat. Prot. 345 e; Sp.; auch pass., ἀροῦν ἐπαναγκασθείς Ar. Plut. 525.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0899.png Seite 899]] dazu nöthigen, Her. 8, 130; mit dem acc. u. inf., ἐπηνάγκαζέ νιν Διὸς χαλινὸς πρὸς βίαν πράσσειν τάδε Aesch. Prom. 674; Ar. Av. 1083; absolut, Her. 8, 130 u. Thuc. 5, 31, wie Andoc. 4, 17; ἑαυτὸν φίλον τινὶ γίγνεσθαι Plat. Prot. 345 e; Sp.; auch pass., ἀροῦν ἐπαναγκασθείς Ar. Plut. 525.
}}
{{bailly
|btext=forcer, contraindre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀναγκάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπᾰναγκάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἀναγκάζω]], μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., ἀλλ’ ἐπηνάγκαζέ νιν Διὸς χαλινὸς πρὸς βίαν πράσσειν τάδε Αἰσχύλ. Πρ. 671, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1083, Πλ. 799· [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθ., ἀροῦν ἐπαναγκασθεὶς [[αὐτόθι]] 525· - τὸ ἀπαρ. [[συχνάκις]] παραλείπεται, οὐδ, ἐπηνάγκαζε οὐδεὶς (ἐξυπ. αὐτοὺς προϊέναι) Ἡρόδ. 8. 130, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 533, Θουκ. 5. 31.
|lstext='''ἐπᾰναγκάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἀναγκάζω]], μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., ἀλλ’ ἐπηνάγκαζέ νιν Διὸς χαλινὸς πρὸς βίαν πράσσειν τάδε Αἰσχύλ. Πρ. 671, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1083, Πλ. 799· [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθ., ἀροῦν ἐπαναγκασθεὶς [[αὐτόθι]] 525· - τὸ ἀπαρ. [[συχνάκις]] παραλείπεται, οὐδ, ἐπηνάγκαζε οὐδεὶς (ἐξυπ. αὐτοὺς προϊέναι) Ἡρόδ. 8. 130, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 533, Θουκ. 5. 31.
}}
{{bailly
|btext=forcer, contraindre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀναγκάζω]].
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 15:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰναγκάζω Medium diacritics: ἐπαναγκάζω Low diacritics: επαναγκάζω Capitals: ΕΠΑΝΑΓΚΑΖΩ
Transliteration A: epanankázō Transliteration B: epanankazō Transliteration C: epanagkazo Beta Code: e)panagka/zw

English (LSJ)

compel by force, constrain, c. acc. et inf., A.Pr.671, Ar.Av.1083, PHib.1.34.3 (iii B.C.), etc.:—Pass., ἀροῦν ἐπαναγκασθείς Ar.Pl.525, etc.: freq. with inf. omitted, οὐδ' ἐπηνάγκαζε οὐδὲ εἷς (sc. αὐτοὺς προϊέναι) Hdt.8.130, cf. Ar.Pl.533, Th.5.31.

German (Pape)

[Seite 899] dazu nöthigen, Her. 8, 130; mit dem acc. u. inf., ἐπηνάγκαζέ νιν Διὸς χαλινὸς πρὸς βίαν πράσσειν τάδε Aesch. Prom. 674; Ar. Av. 1083; absolut, Her. 8, 130 u. Thuc. 5, 31, wie Andoc. 4, 17; ἑαυτὸν φίλον τινὶ γίγνεσθαι Plat. Prot. 345 e; Sp.; auch pass., ἀροῦν ἐπαναγκασθείς Ar. Plut. 525.

French (Bailly abrégé)

forcer, contraindre.
Étymologie: ἐπί, ἀναγκάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰναγκάζω: μέλλ. -άσω, ἀναγκάζω, μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., ἀλλ’ ἐπηνάγκαζέ νιν Διὸς χαλινὸς πρὸς βίαν πράσσειν τάδε Αἰσχύλ. Πρ. 671, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1083, Πλ. 799· οὕτως ἐν τῷ Παθ., ἀροῦν ἐπαναγκασθεὶς αὐτόθι 525· - τὸ ἀπαρ. συχνάκις παραλείπεται, οὐδ, ἐπηνάγκαζε οὐδεὶς (ἐξυπ. αὐτοὺς προϊέναι) Ἡρόδ. 8. 130, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 533, Θουκ. 5. 31.

Spanish

obligar

Greek Monolingual

ἐπαναγκάζω (Α)
αναγκάζω με τη βία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αναγκάζω (< ανάγκη)].

Greek Monotonic

ἐπᾰναγκάζω: μέλ. -άσω, αναγκάζω με τη βία, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, με απαρ., σε Αισχύλ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰναγκάζω: заставлять силой, принуждать (τινὰ ποιεῖν τι Aesch., Her., Arph., Plat., Arst.; ἀροῦν ἐπαναγκασθεὶς καὶ σκάπτειν Arph.).

Middle Liddell

fut. άσω
to compel by force, constrain to do a thing, c. inf., Aesch., Ar.