ἐπισπαστήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0980.png Seite 980]] ῆρος, ὁ, der Griff, womit die Thür von innen zugezogen ward, Her. 6, 91. – Antip. Sid. 17 (VI, 109) nennt die Angelschnur κρυφίου τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0980.png Seite 980]] ῆρος, ὁ, der Griff, womit die Thür von innen zugezogen ward, Her. 6, 91. – Antip. Sid. 17 (VI, 109) nennt die Angelschnur κρυφίου τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />anneau pour tirer et fermer une porte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισπάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισπαστήρ''': ῆρος, ὁ ([[ἐπισπάω]]) [[σιδήριον]] ἢ λαβὴ δι’ ἧς, ἡ [[θύρα]] ἕλκεται [[ὅταν]] θέλῃ νὰ κλείσῃ τις αὐτήν, εὑρὼν προσκειμένας τὰς θύρας καὶ λαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων ἀπρὶξ εἴχετο κρατερῶς τε καὶ ἐγκρατῶς Ἡρόδ. 6. 91. πρβλ. [[ἐπισπάω]] Ι. 2. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. «ἐπισπαστῆρες, τῶν θυρῶν τὰ προσηλωμένα σιδήρια, δι’ ὧν ἀνακλίνεται ἡ [[πύλη]]» καὶ «ἐπισπαστήρων, τῶν τῆς θύρας κρατημάτων», πρβλ. [[ἐπίσπαστρον]]. ΙΙ. τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο, ἐπὶ τῆς ὁρμιᾶς τοῦ ἁλιέως, Ἀνθ. Π. 6. 109.
|lstext='''ἐπισπαστήρ''': ῆρος, ὁ ([[ἐπισπάω]]) [[σιδήριον]] ἢ λαβὴ δι’ ἧς, ἡ [[θύρα]] ἕλκεται [[ὅταν]] θέλῃ νὰ κλείσῃ τις αὐτήν, εὑρὼν προσκειμένας τὰς θύρας καὶ λαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων ἀπρὶξ εἴχετο κρατερῶς τε καὶ ἐγκρατῶς Ἡρόδ. 6. 91. πρβλ. [[ἐπισπάω]] Ι. 2. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. «ἐπισπαστῆρες, τῶν θυρῶν τὰ προσηλωμένα σιδήρια, δι’ ὧν ἀνακλίνεται ἡ [[πύλη]]» καὶ «ἐπισπαστήρων, τῶν τῆς θύρας κρατημάτων», πρβλ. [[ἐπίσπαστρον]]. ΙΙ. τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο, ἐπὶ τῆς ὁρμιᾶς τοῦ ἁλιέως, Ἀνθ. Π. 6. 109.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />anneau pour tirer et fermer une porte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισπάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισπαστήρ Medium diacritics: ἐπισπαστήρ Low diacritics: επισπαστήρ Capitals: ΕΠΙΣΠΑΣΤΗΡ
Transliteration A: epispastḗr Transliteration B: epispastēr Transliteration C: epispastir Beta Code: e)pispasth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A latch or handle by which a door is pulled to, Hdt.6.91: spelt ἐπι-σπατήρ IG22.1672.123. II. τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο, of the fowler's line, AP6.109 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 980] ῆρος, ὁ, der Griff, womit die Thür von innen zugezogen ward, Her. 6, 91. – Antip. Sid. 17 (VI, 109) nennt die Angelschnur κρυφίου τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
anneau pour tirer et fermer une porte.
Étymologie: ἐπισπάω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισπαστήρ: ῆρος, ὁ (ἐπισπάω) σιδήριον ἢ λαβὴ δι’ ἧς, ἡ θύρα ἕλκεται ὅταν θέλῃ νὰ κλείσῃ τις αὐτήν, εὑρὼν προσκειμένας τὰς θύρας καὶ λαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων ἀπρὶξ εἴχετο κρατερῶς τε καὶ ἐγκρατῶς Ἡρόδ. 6. 91. πρβλ. ἐπισπάω Ι. 2. ― Κατὰ Σουΐδ. «ἐπισπαστῆρες, τῶν θυρῶν τὰ προσηλωμένα σιδήρια, δι’ ὧν ἀνακλίνεται ἡ πύλη» καὶ «ἐπισπαστήρων, τῶν τῆς θύρας κρατημάτων», πρβλ. ἐπίσπαστρον. ΙΙ. τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο, ἐπὶ τῆς ὁρμιᾶς τοῦ ἁλιέως, Ἀνθ. Π. 6. 109.

Greek Monolingual

ἐπισπαστήρ, ὁ (Α)
1. το χερούλι της πόρτας
2. αλιευτικό σχοινί για το τράβηγμα του διχτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επισπώ + επίθημα -τηρ (πρβλ. στεγασ-τήρ)].

Greek Monotonic

ἐπισπαστήρ: -ῆρος, ὁ (ἐπισπάω),·
I. μάνταλο ή χερούλι, λαβή με την οποία τραβιέται η πόρτα, σε Ηρόδ.
II. καλάμι ψαρέματος ή πετονιά, παλαμάρι ψαρά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισπαστήρ: ῆρος ὁ
1) дверное кольцо, скоба (ἐπιλαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων Her.);
2) бечева, стягивающая рыболовную или звероловную сеть Anth.

Middle Liddell

ἐπισπαστήρ, ῆρος, [from ἐπισπάω
I. the latch or handle by which a door is pulled to, Hdt.
II. the angler's rod or line, Anth.