ἑτεροσχήμων: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e(terosxh/mwn | |Beta Code=e(terosxh/mwn | ||
|Definition=ον, [[of varying shape]], φύλλα <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.10.1</span>; [[altered in shape]], [[distorted]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>51</span>. Adv. -μόνως <span class="bibl">Vett.Val.333.20</span>:— later ἑτερό-σχημος, ον, [[irregular]], διαλείμματα Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.48.20.15</span>. | |Definition=ον, [[of varying shape]], φύλλα <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.10.1</span>; [[altered in shape]], [[distorted]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>51</span>. Adv. -μόνως <span class="bibl">Vett.Val.333.20</span>:— later ἑτερό-σχημος, ον, [[irregular]], διαλείμματα Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.48.20.15</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />de figure <i>ou</i> d’aspect différent.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[σχῆμα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑτεροσχήμων''': ἑτερόσχημον, ἔχων διάφορον [[σχῆμα]], Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 1, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 51· μεταγεν. ἑτερόσχημος, ον. | |lstext='''ἑτεροσχήμων''': ἑτερόσχημον, ἔχων διάφορον [[σχῆμα]], Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 1, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 51· μεταγεν. ἑτερόσχημος, ον. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, of varying shape, φύλλα Thphr.HP1.10.1; altered in shape, distorted, Luc.Hist.Conscr.51. Adv. -μόνως Vett.Val.333.20:— later ἑτερό-σχημος, ον, irregular, διαλείμματα Heliod. ap. Orib.48.20.15.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
de figure ou d’aspect différent.
Étymologie: ἕτερος, σχῆμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροσχήμων: ἑτερόσχημον, ἔχων διάφορον σχῆμα, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 1, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 51· μεταγεν. ἑτερόσχημος, ον.
Greek Monolingual
ἑτεροσχήμων, ὁ (Α)
1. αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα, ο ετερόσχημος
2. αυτός που έχει αλλοιωμένο ή διεστραμμένο το σχήμα.
επίρρ...
ἑτεροσχημόνως (Α)
με διαφορετικό ή αλλοιωμένο σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -σχήμων (< σχήμα), πρβλ. πολυσχήμων, μεγαλοσχήμων].
Russian (Dvoretsky)
ἑτεροσχήμων: 2, gen. ονος имеющий иной вид, отличающийся по виду Luc.