3,274,399
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0377.png Seite 377]] auch 2 Endgn, = [[ὀρθρινός]], nach den Atticisten die eigtl. attische Form, vgl. Lob. Phryn. 51; H. h. Merc. 143; Theogn. 861; τοῖς μὴ παροῦσιν ὀρθρίοις, Ar. Eccl. 283; [[ὄρθριος]] ἥκων, Plat. Prot. 313 b; – ὄρθριον, am Morgen früh, Ar. Eccl. 377. 526; ὄρθριον ᾄδειν, Av. 489. Dazu der unregelmäßige comparat. u. superlat. ὀρθριαίτερος, ὀρθριαίτατος, Hdn. epimer. 260. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0377.png Seite 377]] auch 2 Endgn, = [[ὀρθρινός]], nach den Atticisten die eigtl. attische Form, vgl. Lob. Phryn. 51; H. h. Merc. 143; Theogn. 861; τοῖς μὴ παροῦσιν ὀρθρίοις, Ar. Eccl. 283; [[ὄρθριος]] ἥκων, Plat. Prot. 313 b; – ὄρθριον, am Morgen früh, Ar. Eccl. 377. 526; ὄρθριον ᾄδειν, Av. 489. Dazu der unregelmäßige comparat. u. superlat. ὀρθριαίτερος, ὀρθριαίτατος, Hdn. epimer. 260. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />matinal, qui se fait <i>ou</i> qui agit de grand matin ; τὸ ὄρθριον HDT le point du jour.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρθρος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄρθριος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, ([[ὄρθρος]]) ὁ κατὰ τὴν ἐμφάνισιν τῆς ἡμέρας, «τὴν αὐγὴν», «ὁ τὰ χαράγματα», ἐνωρίς, [[λίαν]] πρωῒ ποιῶν τι, μετὰ ῥημάτων κινήσεως, ὅτε τὸ ἐπίθετον συμφωνεῖ πρὸς τὸ [[πρόσωπον]], ἀφίκετο .. ὀρθριος Ὀμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 143· ὀρθρίη [[αὖθις]] ἔσειμι Θέογν. 861· [[ὄρθριος]] παρεῖναι, ἥκειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 283, Πλάτ. Πρωτ. 313Β· ἤλουν ὄρθριαι τὰ σιτία Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 1. 3. 2) [[καθόλου]], ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πρωΐαν, [[ἑωθινός]], διὰ τὸν ὄρθ. νόμον, τὸ ἑωθινὸν ᾆσμα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 741· ὀρθριον ᾄδειν (ἐξυπακ. ᾆσμα), ἐπὶ τοῦ ἀλέκτορος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 489· δεῖ ὄρθριον [[εἶναι]] τὸν σύλλογον Πλάτ. Νόμ. 961Β· ― τὸ ὄρθριον, ὡς ἐπίρρ., κατὰ τὸ πρωΐ, ἐνωρίς, Ἠρόδ. 2. 173, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 1· ἢ ὄρθριον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 377, 526. ― Ἀνώμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. ὀρθριαίτερος, -αίτατος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 166. | |lstext='''ὄρθριος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, ([[ὄρθρος]]) ὁ κατὰ τὴν ἐμφάνισιν τῆς ἡμέρας, «τὴν αὐγὴν», «ὁ τὰ χαράγματα», ἐνωρίς, [[λίαν]] πρωῒ ποιῶν τι, μετὰ ῥημάτων κινήσεως, ὅτε τὸ ἐπίθετον συμφωνεῖ πρὸς τὸ [[πρόσωπον]], ἀφίκετο .. ὀρθριος Ὀμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 143· ὀρθρίη [[αὖθις]] ἔσειμι Θέογν. 861· [[ὄρθριος]] παρεῖναι, ἥκειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 283, Πλάτ. Πρωτ. 313Β· ἤλουν ὄρθριαι τὰ σιτία Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 1. 3. 2) [[καθόλου]], ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πρωΐαν, [[ἑωθινός]], διὰ τὸν ὄρθ. νόμον, τὸ ἑωθινὸν ᾆσμα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 741· ὀρθριον ᾄδειν (ἐξυπακ. ᾆσμα), ἐπὶ τοῦ ἀλέκτορος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 489· δεῖ ὄρθριον [[εἶναι]] τὸν σύλλογον Πλάτ. Νόμ. 961Β· ― τὸ ὄρθριον, ὡς ἐπίρρ., κατὰ τὸ πρωΐ, ἐνωρίς, Ἠρόδ. 2. 173, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 1· ἢ ὄρθριον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 377, 526. ― Ἀνώμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. ὀρθριαίτερος, -αίτατος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 166. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |