ὑπόρνυμι: Difference between revisions
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1230.png Seite 1230]] (s. [[ὄρνυμι]]), darunter, dabei od. allmälig erregen, in Bewegung setzen; in tmesi, πᾶσιν ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο, Il. 23, 108. 153 Od. 4, 113. 183 u. sonst; aor. II., τοῖον γὰρ [[ὑπώρορε]] [[Μοῦσα]], 24, 62. – Pass. darunter allmälig entstehen, τοῖσιν ὑφ' [[ἵμερος]] ὦρτο γόοιο, Od. 16, 215; zu welcher Bdtg auch das perf. II. act. gehört, πολὺς δ' ὑπὸ [[κόμπος]] ὀρώρει, 8, 380. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1230.png Seite 1230]] (s. [[ὄρνυμι]]), darunter, dabei od. allmälig erregen, in Bewegung setzen; in tmesi, πᾶσιν ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο, Il. 23, 108. 153 Od. 4, 113. 183 u. sonst; aor. II., τοῖον γὰρ [[ὑπώρορε]] [[Μοῦσα]], 24, 62. – Pass. darunter allmälig entstehen, τοῖσιν ὑφ' [[ἵμερος]] ὦρτο γόοιο, Od. 16, 215; zu welcher Bdtg auch das perf. II. act. gehört, πολὺς δ' ὑπὸ [[κόμπος]] ὀρώρει, 8, 380. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ὑπόρσω, <i>ao.</i> ὑπῶρσα, <i>pf.</i> ὑπώρορα;<br />exciter peu à peu, faire naître insensiblement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ὄρνυμι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόρνῡμι''': μέλλ. -όρσω, ἀόρ. α΄ -ῶρσα. Διεγείρω ἐνδομύχως ἢ κατὰ μικρόν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τμήσει, πᾶσιν ὑφ’ ἵμερον [[ὦρσε]] γόοιο Ἰλ. Ψ. 108, Ὀδ. Δ. 113· ἐν τῷ ἀορ. β΄, τοῖον γὰρ [[ὑπώρορε]] [[Μοῦσα]], τοιοῦτον διήγειρε θρῆνον ἡ [[Μοῦσα]], Ὀδ. Ω. 62. - Παθ., ἐγείρομαι ἐνδομύχως ἢ κατὰ μικρόν, τοῖσιν ὑφ’ [[ἵμερος]] ὦρτο γόοιο ΙΙ. 215· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ. ὑπερσ. (ἀμεταβ.), πολὺς δ’ ὑπὸ [[κόμπος]] ὀρώρει Θ. 380. | |lstext='''ὑπόρνῡμι''': μέλλ. -όρσω, ἀόρ. α΄ -ῶρσα. Διεγείρω ἐνδομύχως ἢ κατὰ μικρόν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τμήσει, πᾶσιν ὑφ’ ἵμερον [[ὦρσε]] γόοιο Ἰλ. Ψ. 108, Ὀδ. Δ. 113· ἐν τῷ ἀορ. β΄, τοῖον γὰρ [[ὑπώρορε]] [[Μοῦσα]], τοιοῦτον διήγειρε θρῆνον ἡ [[Μοῦσα]], Ὀδ. Ω. 62. - Παθ., ἐγείρομαι ἐνδομύχως ἢ κατὰ μικρόν, τοῖσιν ὑφ’ [[ἵμερος]] ὦρτο γόοιο ΙΙ. 215· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ. ὑπερσ. (ἀμεταβ.), πολὺς δ’ ὑπὸ [[κόμπος]] ὀρώρει Θ. 380. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:25, 2 October 2022
English (LSJ)
aor. 1 -ῶρσα, aor. 2 -ώρορε (v. infr.):—rouse secretly or gradually, mostly in tmesi, πᾶσιν ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο Il. 23.108, cf. Od.4.113; in aor. 2, τοῖον γὰρ ὑπώρορε Μοῦσα such was the Muse's power to move, 24.62:—Pass., rise secretly or gradually, τοῖσιν ὑφ' ἵμερος ὦρτο γόοιο 16.215: so in plpf. Act. (intr.), πολὺς δ' ὑπὸ κόμπος ὀρώρει 8.380.
German (Pape)
[Seite 1230] (s. ὄρνυμι), darunter, dabei od. allmälig erregen, in Bewegung setzen; in tmesi, πᾶσιν ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο, Il. 23, 108. 153 Od. 4, 113. 183 u. sonst; aor. II., τοῖον γὰρ ὑπώρορε Μοῦσα, 24, 62. – Pass. darunter allmälig entstehen, τοῖσιν ὑφ' ἵμερος ὦρτο γόοιο, Od. 16, 215; zu welcher Bdtg auch das perf. II. act. gehört, πολὺς δ' ὑπὸ κόμπος ὀρώρει, 8, 380.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπόρσω, ao. ὑπῶρσα, pf. ὑπώρορα;
exciter peu à peu, faire naître insensiblement.
Étymologie: ὑπό, ὄρνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόρνῡμι: μέλλ. -όρσω, ἀόρ. α΄ -ῶρσα. Διεγείρω ἐνδομύχως ἢ κατὰ μικρόν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τμήσει, πᾶσιν ὑφ’ ἵμερον ὦρσε γόοιο Ἰλ. Ψ. 108, Ὀδ. Δ. 113· ἐν τῷ ἀορ. β΄, τοῖον γὰρ ὑπώρορε Μοῦσα, τοιοῦτον διήγειρε θρῆνον ἡ Μοῦσα, Ὀδ. Ω. 62. - Παθ., ἐγείρομαι ἐνδομύχως ἢ κατὰ μικρόν, τοῖσιν ὑφ’ ἵμερος ὦρτο γόοιο ΙΙ. 215· οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ. ὑπερσ. (ἀμεταβ.), πολὺς δ’ ὑπὸ κόμπος ὀρώρει Θ. 380.
Greek Monolingual
Α
διεγείρω, υποκινώ λίγο ή κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὄρνυμι «διεγείρω, εξεγείρω»].
Greek Monotonic
ὑπόρνῡμι: μέλ. -όρσω, αόρ. αʹ -ῶρσα· διεγείρω, εξάπτω, ξεσηκώνω, αφυπνίζω μυστικά, κρυφά ή σταδιακά, σε Όμηρ.· τοῖον γὰρ ὑπώρορε Μοῦσα, τέτοια ήταν η δύναμη της Μούσας να κινητοποιεί, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., σηκώνομαι κρυφά ή σταδιακά, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόρνῡμι: преимущ. in tmesi мало-помалу или тайно возбуждать (πᾶσιν ὑφ᾽ ἵμερον ὦρσε γόοιο Hom.): τοῖον γὰρ ὑπώρορε Μοῦσα Hom. к этому побудила (своими песнями) Муза; πολὺς δ᾽ ὑπὸ κόμπος ὀρώρει Hom. поднялся сильный шум.
Middle Liddell
fut. -όρσω aor1 -ῶρσα
to rouse secretly or gradually, Hom.; τοῖον γὰρ ὑπώρορε Μοῦσα such was the Muse's power to move, Od.:—Pass. to rise secretly or gradually, Od.