ὑπερωέω: Difference between revisions
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1204.png Seite 1204]] zurückgehen, weichen, Il. 8, 121. 314. 15, 452. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1204.png Seite 1204]] zurückgehen, weichen, Il. 8, 121. 314. 15, 452. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ωῶ;<br />reculer, rétrograder.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐρωέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερωέω''': ἀναπηδῶ [[ὀπίσω]], ὀπισθοχωρῶ, ὑπερώησαν δὲ οἱ ἵπποι, «ὑπεχώρησαν» Ἀπολλ. ἐν Λεξ. Ὁμ., Φώτ., Σουΐδ., «ὑπανεχώρησαν» Ἡσύχ., «ἀνεπόδισαν» (Εὐστ.), Ἰλ. Θ. 122, 314., Ο. 452. | |lstext='''ὑπερωέω''': ἀναπηδῶ [[ὀπίσω]], ὀπισθοχωρῶ, ὑπερώησαν δὲ οἱ ἵπποι, «ὑπεχώρησαν» Ἀπολλ. ἐν Λεξ. Ὁμ., Φώτ., Σουΐδ., «ὑπανεχώρησαν» Ἡσύχ., «ἀνεπόδισαν» (Εὐστ.), Ἰλ. Θ. 122, 314., Ο. 452. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:30, 2 October 2022
English (LSJ)
start back, recoil, Il.8.122,314, 15.452.
German (Pape)
[Seite 1204] zurückgehen, weichen, Il. 8, 121. 314. 15, 452.
French (Bailly abrégé)
-ωῶ;
reculer, rétrograder.
Étymologie: ὑπό, ἐρωέω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερωέω: ἀναπηδῶ ὀπίσω, ὀπισθοχωρῶ, ὑπερώησαν δὲ οἱ ἵπποι, «ὑπεχώρησαν» Ἀπολλ. ἐν Λεξ. Ὁμ., Φώτ., Σουΐδ., «ὑπανεχώρησαν» Ἡσύχ., «ἀνεπόδισαν» (Εὐστ.), Ἰλ. Θ. 122, 314., Ο. 452.
English (Autenrieth)
only aor., ὑπερώησαν, started back. (Il.)
Greek Monolingual
Α
τραβιέμαι πίσω, αποσύρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐρωῶ, -έω «ρέω, αναβλύζω, υποχωρώ, αποσύρομαι, εγκαταλείπω»].
Greek Monotonic
ὑπερωέω: μέλ. -ήσω, ξεκινώ για την επιστροφή, πηδώ προς τα πίσω, οπισθοχωρώ, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερωέω: отступать, пятиться: ὑπερώησαν οἱ ἵπποι Hom. кони отпрянули назад.