ῥωγάς: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0854.png Seite 854]] άδος, ὁ, ἡ, 1) zerrissen, gespalten, [[κάπετος]], Posidiup. bei Ath. 414 e; als subst. ἡ [[ῥωγάς]], sc. γῆ, Erdriß, Erdspalt, Kluft, Höhle. – 2) sc. [[πέτρα]], abgerissenes Felsstück, Ap. Rh. 4, 1448, ῥωγάδος ἐκ πέτρης, wie Nic. Ther. 389. 644; vgl. Theocr. 24, 93.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0854.png Seite 854]] άδος, ὁ, ἡ, 1) zerrissen, gespalten, [[κάπετος]], Posidiup. bei Ath. 414 e; als subst. ἡ [[ῥωγάς]], sc. γῆ, Erdriß, Erdspalt, Kluft, Höhle. – 2) sc. [[πέτρα]], abgerissenes Felsstück, Ap. Rh. 4, 1448, ῥωγάδος ἐκ πέτρης, wie Nic. Ther. 389. 644; vgl. Theocr. 24, 93.
}}
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />déchiré, fendu, creusé.<br />'''Étymologie:''' [[ῥώξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥωγάς''': -άδος, ὁ, ἡ, (ῥώξ) = τῷ προηγ., διεσχισμένη, διερρωγυῖα, πήρη Βάβρ. 86· ῥ. [[πέτρα]], κρημνὸς διεσχισμένος, Θεόκρ. 24. 94, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1448, πρβλ. Νικ. Θ. 389· [[κάπετος]] ῥ. Ποσείδιππος παρ’ Ἀθην. 414Ε· - πρβλ. [[ῥαγάς]], ἀπορρώξ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ῥῆγμα]] ἐν τοίχῳ, παρ’ Ἡσυχ., [[ὅστις]] μνημονεύει καὶ τὴν λέξιν ῥωγή, ἡ.
|lstext='''ῥωγάς''': -άδος, ὁ, ἡ, (ῥώξ) = τῷ προηγ., διεσχισμένη, διερρωγυῖα, πήρη Βάβρ. 86· ῥ. [[πέτρα]], κρημνὸς διεσχισμένος, Θεόκρ. 24. 94, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1448, πρβλ. Νικ. Θ. 389· [[κάπετος]] ῥ. Ποσείδιππος παρ’ Ἀθην. 414Ε· - πρβλ. [[ῥαγάς]], ἀπορρώξ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ῥῆγμα]] ἐν τοίχῳ, παρ’ Ἡσυχ., [[ὅστις]] μνημονεύει καὶ τὴν λέξιν ῥωγή, ἡ.
}}
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />déchiré, fendu, creusé.<br />'''Étymologie:''' [[ῥώξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωγάς Medium diacritics: ῥωγάς Low diacritics: ρωγάς Capitals: ΡΩΓΑΣ
Transliteration A: rhōgás Transliteration B: rhōgas Transliteration C: rogas Beta Code: r(wga/s

English (LSJ)

άδος, ὁ, ἡ, = ῥωγαλέος (broken, cleft, rent, torn), ragged, πήρη Babr. 86 ; ῥ. πέτραι cloven rocks, clefts in the rocks, Theoc. 24.95, cf. ARh. 4.1448, Nic. Th. 389 ; κάπετος ῥ. Posidipp. ap. Ath. 8.414e.

German (Pape)

[Seite 854] άδος, ὁ, ἡ, 1) zerrissen, gespalten, κάπετος, Posidiup. bei Ath. 414 e; als subst. ἡ ῥωγάς, sc. γῆ, Erdriß, Erdspalt, Kluft, Höhle. – 2) sc. πέτρα, abgerissenes Felsstück, Ap. Rh. 4, 1448, ῥωγάδος ἐκ πέτρης, wie Nic. Ther. 389. 644; vgl. Theocr. 24, 93.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
déchiré, fendu, creusé.
Étymologie: ῥώξ.

Greek (Liddell-Scott)

ῥωγάς: -άδος, ὁ, ἡ, (ῥώξ) = τῷ προηγ., διεσχισμένη, διερρωγυῖα, πήρη Βάβρ. 86· ῥ. πέτρα, κρημνὸς διεσχισμένος, Θεόκρ. 24. 94, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1448, πρβλ. Νικ. Θ. 389· κάπετος ῥ. Ποσείδιππος παρ’ Ἀθην. 414Ε· - πρβλ. ῥαγάς, ἀπορρώξ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ῥῆγμα ἐν τοίχῳ, παρ’ Ἡσυχ., ὅστις μνημονεύει καὶ τὴν λέξιν ῥωγή, ἡ.

Greek Monolingual

-άδος, ὁ, ἡ, Α
1. ως επίθ. ξεσχισμένος, κουρελιασμένος
2. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) ρήγμα, σχίσμα γης, χάσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. πεδι-άς)].

Greek Monotonic

ῥωγάς: -άδος, ὁ, ἡ (ῥώξ), = το προηγ., κουρελιασμένος, σε Βάβρ.· ῥωγὰς πέτρα, αποσπασμένος βράχος, βράχος που έχει διαρραγεί, που έχει διασχιστεί, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ῥωγάς: άδος (ᾰδ) adj. f
1) рваная (πήρη Babr.);
2) обрывистая, крутая (πέτρα Theocr.).

Middle Liddell

ῥωγάς, άδος, [ῥώξ] = ῥωγᾰλέος]
ragged, Babr.; ῥ. πέτρα a cloven rock, Theocr.