ὕποχος: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=u(/poxos
|Beta Code=u(/poxos
|Definition=ον, (ὑπέχω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[subject]], [[under control]], θεοῖς <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>2.5.7</span>; <b class="b3">βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι μεγάλου</b> his [[subjects]] or [[officers]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>24</span> (anap.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[ἔνοχος]], [[liable to]], ἐξωλείας <span class="bibl">D.57.53</span>; ὕποχοι ἐόντω τοῦ ἐνκλήματος <span class="title">IG</span>5(2).357.92 (Stymphalus); [[responsible for]], διανοίας <span class="bibl">Ph. 1.429</span>; πλημμελείας <span class="bibl"><span class="title">PLit.Lond.</span>138 viii 31</span>.</span>
|Definition=ον, (ὑπέχω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[subject]], [[under control]], θεοῖς <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>2.5.7</span>; <b class="b3">βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι μεγάλου</b> his [[subjects]] or [[officers]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>24</span> (anap.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[ἔνοχος]], [[liable to]], ἐξωλείας <span class="bibl">D.57.53</span>; ὕποχοι ἐόντω τοῦ ἐνκλήματος <span class="title">IG</span>5(2).357.92 (Stymphalus); [[responsible for]], διανοίας <span class="bibl">Ph. 1.429</span>; πλημμελείας <span class="bibl"><span class="title">PLit.Lond.</span>138 viii 31</span>.</span>
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />soumis à, dépendant de, dat. <i>ou</i> gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὕποχος''': -ον, ([[ὑπέχω]]) ὁ ὑποκείμενος εἴς τινα, [[ὑπήκοος]], [[ὕπαρχος]], πάντα τοῖς θεοῖς ὕποχα Ξεν. Ἀν. 2. 5, 7· βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι μεγάλου, «βασιλεῖς μὲν τῶν ἰδίων [[πόλεων]], ὑποτεταγμένοι δὲ τῷ Πέρσῃ» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 24. 2) = [[ἔνοχος]], ἐξωλείας Δημ. 1315. 11· δίκῃ Φίλων 1. 429.
|lstext='''ὕποχος''': -ον, ([[ὑπέχω]]) ὁ ὑποκείμενος εἴς τινα, [[ὑπήκοος]], [[ὕπαρχος]], πάντα τοῖς θεοῖς ὕποχα Ξεν. Ἀν. 2. 5, 7· βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι μεγάλου, «βασιλεῖς μὲν τῶν ἰδίων [[πόλεων]], ὑποτεταγμένοι δὲ τῷ Πέρσῃ» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 24. 2) = [[ἔνοχος]], ἐξωλείας Δημ. 1315. 11· δίκῃ Φίλων 1. 429.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />soumis à, dépendant de, dat. <i>ou</i> gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέχω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕποχος Medium diacritics: ὕποχος Low diacritics: ύποχος Capitals: ΥΠΟΧΟΣ
Transliteration A: hýpochos Transliteration B: hypochos Transliteration C: ypochos Beta Code: u(/poxos

English (LSJ)

ον, (ὑπέχω) A subject, under control, θεοῖς X.An.2.5.7; βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι μεγάλου his subjects or officers, A.Pers.24 (anap.). 2 = ἔνοχος, liable to, ἐξωλείας D.57.53; ὕποχοι ἐόντω τοῦ ἐνκλήματος IG5(2).357.92 (Stymphalus); responsible for, διανοίας Ph. 1.429; πλημμελείας PLit.Lond.138 viii 31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
soumis à, dépendant de, dat. ou gén..
Étymologie: ὑπέχω.

Greek (Liddell-Scott)

ὕποχος: -ον, (ὑπέχω) ὁ ὑποκείμενος εἴς τινα, ὑπήκοος, ὕπαρχος, πάντα τοῖς θεοῖς ὕποχα Ξεν. Ἀν. 2. 5, 7· βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι μεγάλου, «βασιλεῖς μὲν τῶν ἰδίων πόλεων, ὑποτεταγμένοι δὲ τῷ Πέρσῃ» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 24. 2) = ἔνοχος, ἐξωλείας Δημ. 1315. 11· δίκῃ Φίλων 1. 429.

Greek Monotonic

ὕποχος: -ον (ὑπέχω),
1. υποτελής σε κάποιον, υπήκοος κάποιου, τινι, σε Ξεν.· βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι, υποτελείς ή αξιωματούχοι του βασιλιά, βασιλιάδες υποταγμένοι στον μεγάλο βασιλιά, σε Αισχύλ.
2. = ἔνοχος, υποκείμενος σε, υπεύθυνος για, υπόχρεος σε, τινός, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ὕποχος:
1) подчиненный, подвластный (πάντα τοῖς θεοῖς ὕποχα Xen.): βασιλῆς (ион.) βασιλέως ὕποχοι μεγάλου Aesch. цари, подвластные великому (т. е. персидскому) царю;
2) повинный, виновный (τινος Dem.).

Middle Liddell

ὕπ-οχος, ον, ὑπέχω
1. subject, τινι Xen.; βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι king's subjects or officers, of the great king, Aesch.
2. = ἔνοχος, liable to, τινος Dem.