γυιοπαγής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ής, ές :<br />qui engourdit les membres.<br />'''Étymologie:''' [[γυῖον]], [[πήγνυμι]].
|btext=ής, ές :<br />qui engourdit les membres.<br />'''Étymologie:''' [[γυῖον]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''γυιοπᾰγής''': -ές, ὁ σκληρύνων, ἀποναρκῶν τὰ [[μέλη]], νιφὰς Ἀνθ. ΙΙ. 6. 219· κάματοι Ἐπιγρ. Ἑλλ. 853. 6.
|elnltext=γυιοπαγής -ές [γυῖον, πήγνυμι] die ledematen doet verstijven.
}}
{{elru
|elrutext='''γυιοπᾰγής:''' [[сковывающий члены]] ([[νιφάς]] Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''γυιοπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), αυτός που συσφίγγει, σκληραίνει, αποναρκώνει τα [[μέλη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''γυιοπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), αυτός που συσφίγγει, σκληραίνει, αποναρκώνει τα [[μέλη]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''γυιοπᾰγής:''' [[сковывающий члены]] ([[νιφάς]] Anth.).
|lstext='''γυιοπᾰγής''': -ές, ὁ σκληρύνων, ἀποναρκῶν τὰ [[μέλη]], νιφὰς Ἀνθ. ΙΙ. 6. 219· κάματοι Ἐπιγρ. Ἑλλ. 853. 6.
}}
{{elnl
|elnltext=γυιοπαγής -ές [γυῖον, πήγνυμι] die ledematen doet verstijven.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γυῖον]], [[πήγνυμι]]<br />stiffening the limbs, Anth.
|mdlsjtxt=[[γυῖον]], [[πήγνυμι]]<br />stiffening the limbs, Anth.
}}
}}

Revision as of 20:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυιοπᾰγής Medium diacritics: γυιοπαγής Low diacritics: γυιοπαγής Capitals: ΓΥΙΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: gyiopagḗs Transliteration B: guiopagēs Transliteration C: gyiopagis Beta Code: guiopagh/s

English (LSJ)

ές, stiffening the limbs, νιφάς AP6.219 (Antip.); κάματοι IG3.779.6.

Spanish (DGE)

(γυιοπᾰγής) -ές
que pone rígidos los miembros, que los paraliza νιφάς AP 6.219.6 (Antip.Sid.), κάματοι IG 22.3783.6 (II a.C.).

German (Pape)

[Seite 508] νιφάς, die Glieder erstarren machend. Antip. Sid. 27 (VI, 219).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui engourdit les membres.
Étymologie: γυῖον, πήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυιοπαγής -ές [γυῖον, πήγνυμι] die ledematen doet verstijven.

Russian (Dvoretsky)

γυιοπᾰγής: сковывающий члены (νιφάς Anth.).

Greek Monolingual

γυιοπαγής, -ές (Α)
αυτός που παγώνει ή ναρκώνει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -παγής < πήγνυμι (πρβλ. αρτιπαγής, συμπαγής)].

Greek Monotonic

γυιοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που συσφίγγει, σκληραίνει, αποναρκώνει τα μέλη, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

γυιοπᾰγής: -ές, ὁ σκληρύνων, ἀποναρκῶν τὰ μέλη, νιφὰς Ἀνθ. ΙΙ. 6. 219· κάματοι Ἐπιγρ. Ἑλλ. 853. 6.

Middle Liddell

γυῖον, πήγνυμι
stiffening the limbs, Anth.