διακομίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=transporter ; <i>Pass.</i> être transporté, se transporter à travers;<br /><i><b>Moy.</b></i> διακομίζομαι ramener avec soi : τοὺς παῖδας THC ses enfants.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κομίζω]].
|btext=transporter ; <i>Pass.</i> être transporté, se transporter à travers;<br /><i><b>Moy.</b></i> διακομίζομαι ramener avec soi : τοὺς παῖδας THC ses enfants.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κομίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διακομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[μεταφέρω]], [[μεταβιβάζω]], εἰς τὴν νῆσον Θουκ. 3. 75· [[πέντε]] σταδίους δ. τινὰ Ἡρόδ. 1. 31. - Μέσ., [[μεταβιβάζω]] τι τῶν ἐμῶν, δ. τοὺς παῖδας ὁ αὐτ. 1. 89. - Παθ., μεταβιβάζομαι, Θουκ. 1. 136· [[διέρχομαι]], [[διαβαίνω]], ὁ αὐτ. 3. 23, Ἀνδοκ. 27. 34, Πλάτ. Νόμ. 905Β. ΙΙ. ἀναζωογονῶ, τινὰ σιτίοισι Ἱππ. 479. 28· - πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 477.
|elnltext=δια-κομίζω met acc., causat. overzetten, transporteren:; αὐτούς... διακομίζει ἐς τήν... νῆσον hij zet hen over naar het eiland Thuc. 3.75.5; γραμματίδια ὑπὸ κόλπου διακομίζουσιν zij nemen aantekeningen mee onder hun kleding Luc. 36.27; geneesk. doen opleven. pass. intrans. oversteken:. νυκτὸς διακομισθέντες’s nachts overgestoken Xen. Hell. 6.2.11.
}}
{{elru
|elrutext='''διακομίζω:''' [[переправлять]], [[перевозить]], [[доставлять]] (σταδίους [[πέντε]] καὶ [[τεσσεράκοντα]] Her.; τινὰ ἐς νῆσον Thuc.; εἰς Καρχηδόνα τοὺς θύννους Arst.; ἐκ Λιβύης διακομισθείς Plut.): διακομίζεσθαι παῖδας καὶ γυναῖκας Thuc. перевозить с собой детей и жен; pass. переезжать (εἰς ἀγριώτερον [[ἔτι]] τόπον Plat.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διακομίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐῶ</i>, [[μεταφέρω]] ή [[μεταβιβάζω]], σε Ηρόδ., Θουκ. — Μέσ., [[μεταβιβάζω]] [[κάτι]] από αυτά που μου ανήκουν, σε Ηρόδ. — Παθ., μεταβιβάζομαι, [[διέρχομαι]], [[διασχίζω]], σε Θουκ.
|lsmtext='''διακομίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐῶ</i>, [[μεταφέρω]] ή [[μεταβιβάζω]], σε Ηρόδ., Θουκ. — Μέσ., [[μεταβιβάζω]] [[κάτι]] από αυτά που μου ανήκουν, σε Ηρόδ. — Παθ., μεταβιβάζομαι, [[διέρχομαι]], [[διασχίζω]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διακομίζω:''' [[переправлять]], [[перевозить]], [[доставлять]] (σταδίους [[πέντε]] καὶ [[τεσσεράκοντα]] Her.; τινὰ ἐς νῆσον Thuc.; εἰς Καρχηδόνα τοὺς θύννους Arst.; ἐκ Λιβύης διακομισθείς Plut.): διακομίζεσθαι παῖδας καὶ γυναῖκας Thuc. перевозить с собой детей и жен; pass. переезжать (εἰς ἀγριώτερον [[ἔτι]] τόπον Plat.).
|lstext='''διακομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[μεταφέρω]], [[μεταβιβάζω]], εἰς τὴν νῆσον Θουκ. 3. 75· [[πέντε]] σταδίους δ. τινὰ Ἡρόδ. 1. 31. - Μέσ., [[μεταβιβάζω]] τι τῶν ἐμῶν, δ. τοὺς παῖδας ὁ αὐτ. 1. 89. - Παθ., μεταβιβάζομαι, Θουκ. 1. 136· [[διέρχομαι]], [[διαβαίνω]], ὁ αὐτ. 3. 23, Ἀνδοκ. 27. 34, Πλάτ. Νόμ. 905Β. ΙΙ. ἀναζωογονῶ, τινὰ σιτίοισι Ἱππ. 479. 28· - πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 477.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-κομίζω met acc., causat. overzetten, transporteren:; αὐτούς... διακομίζει ἐς τήν... νῆσον hij zet hen over naar het eiland Thuc. 3.75.5; γραμματίδια ὑπὸ κόλπου διακομίζουσιν zij nemen aantekeningen mee onder hun kleding Luc. 36.27; geneesk. doen opleven. pass. intrans. oversteken:. νυκτὸς διακομισθέντες’s nachts overgestoken Xen. Hell. 6.2.11.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] ῐῶ<br />to [[carry]] [[over]] or [[across]], Hdt., Thuc.:—Mid. to [[carry]] [[over]] [[what]] is one's own, Hdt.: —Pass. to be carried [[over]], to [[pass]] [[over]], [[cross]], Thuc.
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] ῐῶ<br />to [[carry]] [[over]] or [[across]], Hdt., Thuc.:—Mid. to [[carry]] [[over]] [[what]] is one's own, Hdt.: —Pass. to be carried [[over]], to [[pass]] [[over]], [[cross]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 20:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακομίζω Medium diacritics: διακομίζω Low diacritics: διακομίζω Capitals: ΔΙΑΚΟΜΙΖΩ
Transliteration A: diakomízō Transliteration B: diakomizō Transliteration C: diakomizo Beta Code: diakomi/zw

English (LSJ)

carry over or across, ἐς τὴν νῆσον Th. 3.75; πέντε σταδίους δ. τινά Hdt. 1.31; simply, convey, Luc. Merc. Cond. 27, PLips. 34.5 (iv AD); — Med., carry over what is one's own, δ. παῖδας Th. 1.89; — Pass., to be carried over, ib. 136, Pl. Lg. 905b; pass over, cross, Th. 3.23, And. 3.30.
recover, revive, τινὰ σιτίοισι Hp. Morb. 2.51.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -ττω ICr.4.184a.14 (Gortina II a.C.)
I tr.
1 trasladar, conducir c. ac. de vehículos (τὴν ἅμαξαν) σταδίους ... πέντε καὶ τεσσεράκοντα Hdt.1.31, μίαν καὶ εἴκοσι ναῦς Th.8.8, fig. del alma en el cuerpo, Pl.Lg.898e
c. ac. de pers. y cosas transportar, llevar αὐτοὺς ἐς τὴν ... νῆσον Th.3.75, τὴν δύναμιν ... διὰ τῶν στενῶν Plb.3.94.5, cf. D.S.17.41, Apollod.2.7.6, τὸ βρέτας Menodot.Sam.1, cf. Aesop.75, λίθους LXX Io.4.3, esp. mercancías y víveres παροδίτην ... ὀλέσαντα ὃ διεκόμιζεν a un viajante que había perdido lo que transportaba Hp.Ep.17.2, οὓς ταριχεύοντες ... διακομίζουσιν εἰς Καρχηδόνα Arist.Mir.844a32, cf. HA 570a1, διὰ τοιούτων τόπων δαψιλῆ τὰ πρὸς τὴν τροφήν Plb.3.60.4, cf. I.Ap.1.291, abs. ἀφικνεῖσθαι καὶ διακομίζειν como cualidades de un buen caballo, Ph.1.21, cf. Hld.10.13.4, en v. pas. εἰς ἀπώτερον ἔτι διακομισθεὶς τόπον Pl.Lg.905b, cf. Ephem.Alex.3a, ἐφ' αἷς (σχεδίαις) διεκομίσθησαν sobre las cuales (balsas) fueron transportados (cuerpos de ejército), Plb.3.42.8, cf. D.S.12.70, (οἶνον) εἰς τὴν πόλιν τοῖς πλοίοις διακομίζεσθαι Timae.50, ἀπὸ τοῦ διακομισθέντος ἐξ Ἡρακλέους πόλεως de cereal PCair.Zen.791.3 (III a.C.), ἵνα διακομισθῇ ὁ σίτος εἰς Ῥώμην SEG 34.558.46 (Larisa II a.C.), πάντα σκεύη διεκομίσθη LXX 1Es.2.11
c. mov. hacia el sujeto traer c. dat. de 1a pers. αὐτὸ (τὸ σῶμα) ἡμῖν PHib.54.22 (III a.C.), μοῖράν τινα ... ὡς ἐμοὶ διακομίσειεν Luc.Symp.27, en v. pas. αἰσχρῶς διεκομίσθησαν οἱ σωθέντες αὐτῶν los que de ellos se salvaron fueron repatriados deshonrosamente And.3.30
escoltar en barco τοῦ ἔθν[ους] το[ὺς] ἡγεμόνας IEphesos 1487.9, cf. 1488.9 (ambas II d.C.).
2 llevar, ser portador de, transmitir como correo πρεσβεία ἡ διακομιοῦσα εἰς Ἐπίδαυρον τόδε τὸ ψήφισμα IG 42.84.39 (I d.C.), τὸ ἀντί[γραφον IG 7.2711.122 (I d.C.), γραμματίδια ὑπὸ κόλπου Luc.Merc.Cond.27, cf. I.AI 11.284, τὰ βασιλικὰ γράμματα Hdn.3.5.4, cf. Synes.Ep.133, ἐ] νεχειρ[ί] σθην ... χρυσοῦ νομισμ[άτ] ια δι[α] κόσια τριάκοντα ὀκτώ, ὥστε [δ] ιακομίσαι καὶ παραδοῦναι Διοσκουρίδῃ τινί se me confiaron doscientos trienta y ocho sólidos de oro, para que los llevase y entregase a un tal Dioscórides, PLips.34.5 (IV d.C.)
ref. ideas, usos y costumbres trasladar, transmitir τὰ τῶν ἄλλων τεχνῶν ἔργα διακομίζοντες ἐπ' ἀλλήλους Pl.Plt.289e, τὴν δ' εὐδαιμονίαν τὴν ἐκ τῆς Ἀσίας εἰς τὴν Εὐρώπην Isoc.4.187, (ἄσκησις) τὸν κόσμον ... ἐκεῖ διακομίζουσα la disciplina de vida que transmite al más allá el ornato (de aquí), Meth.Symp.10.6, λόγους περὶ τῶν ἐκείνῃ σοφῶν Philostr.VA 6.16, ἓν νεῦρον οἷόν τ' ἐστὶ διακομίζειν τοῖς κάτω μέλεσι τὰς ἀπὸ τῆς ἀρχῆς δυνάμεις Gal.5.617, γραμμάτων Ἑλληνικῶν χρῆσιν εἰς Ἰταλίαν ... διακομίσαι D.H.1.33, cf. D.L.3.18.
3 en v. med. llevarse, llevar consigo παῖδας καὶ γυναῖκας Th.1.89, τοὺς νεκροὺς διεκομίσαντο Th.4.38, cf. Plu.2.659a, un libro con evangelios, Cyr.Al.M.68.133A.
4 medic. restablecer, reconstituir σιτίοισι διακομίζειν αὐτὸν μαλθακοῖσιν Hp.Morb.2.51.
II intr., en v. med.-pas. pasar ὁ διακομιζόμενος el que pasaba el foso, Th.3.23, οὗτοι μὲν νυκτὸς διακομισθέντες X.HG 6.2.11, εἰς τὸ Λιλύβαιον Plb.1.38.4, εἰς τὴν Αἴγυπτον LXX 3Ma.2.25, πρὸς τὸν Ἔρυκα Plb.1.60.3, πρὸς τὸν βασιλέα διεκομίσθη se hizo llevar ante el rey LXX 2Ma.4.5, πέραν τοῦ ῥεύματος Plu.2.590d
fig., c. ac. int. τὸν βίον ἄριστα διὰ τοῦ πλοῦ τούτου τῆς ζωῆς διακομισθησόμεθα Pl.Lg.803b
c. mov. hacia el sujeto pasar, regresar ἐκ Λιβύης Plu.Mar.12.

German (Pape)

[Seite 582] hinüberschaffen, -fahren, σταδίους πέντε, Her. 1, 31; übersetzen, εἰς τὴν νῆσον Thuc. 3, 75; Pol. 1, 20, Sp. – Med., zu sich hinüberschaffen, νεκρούς Thuc. 1, 89. – Pass., übergesetzt werden, Thuc. 1, 136; übh. = übergehen, Thuc. 3, 23; εἰς ἀγριώτερον τόπον διακομισθείς Plat. Legg. X, 905 b; sogar βίον ἄριστα διακομισθησόμεθα, VII, 803 b.

French (Bailly abrégé)

transporter ; Pass. être transporté, se transporter à travers;
Moy. διακομίζομαι ramener avec soi : τοὺς παῖδας THC ses enfants.
Étymologie: διά, κομίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κομίζω met acc., causat. overzetten, transporteren:; αὐτούς... διακομίζει ἐς τήν... νῆσον hij zet hen over naar het eiland Thuc. 3.75.5; γραμματίδια ὑπὸ κόλπου διακομίζουσιν zij nemen aantekeningen mee onder hun kleding Luc. 36.27; geneesk. doen opleven. pass. intrans. oversteken:. νυκτὸς διακομισθέντες’s nachts overgestoken Xen. Hell. 6.2.11.

Russian (Dvoretsky)

διακομίζω: переправлять, перевозить, доставлять (σταδίους πέντε καὶ τεσσεράκοντα Her.; τινὰ ἐς νῆσον Thuc.; εἰς Καρχηδόνα τοὺς θύννους Arst.; ἐκ Λιβύης διακομισθείς Plut.): διακομίζεσθαι παῖδας καὶ γυναῖκας Thuc. перевозить с собой детей и жен; pass. переезжать (εἰς ἀγριώτερον ἔτι τόπον Plat.).

Greek Monolingual

(AM διακομίζω)
μεταφέρω, μετακομίζω
νεοελλ.
μεταφέρω από το μέτωπο στα μετόπισθεν τραυματίες ή ασθενείς
μσν.
1. κληροδοτώ
2. μεταβιβάζω κληροδότημα στον δικαιούχο
αρχ.
1. περνώ, διαβαίνω
2. φρ. «διαβιβάζω σισίτιο» — αναζωογονώ, δυναμώνω κάποιον δίνοντας του τροφή.

Greek Monotonic

διακομίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ, μεταφέρω ή μεταβιβάζω, σε Ηρόδ., Θουκ. — Μέσ., μεταβιβάζω κάτι από αυτά που μου ανήκουν, σε Ηρόδ. — Παθ., μεταβιβάζομαι, διέρχομαι, διασχίζω, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

διακομίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, μεταφέρω, μεταβιβάζω, εἰς τὴν νῆσον Θουκ. 3. 75· πέντε σταδίους δ. τινὰ Ἡρόδ. 1. 31. - Μέσ., μεταβιβάζω τι τῶν ἐμῶν, δ. τοὺς παῖδας ὁ αὐτ. 1. 89. - Παθ., μεταβιβάζομαι, Θουκ. 1. 136· διέρχομαι, διαβαίνω, ὁ αὐτ. 3. 23, Ἀνδοκ. 27. 34, Πλάτ. Νόμ. 905Β. ΙΙ. ἀναζωογονῶ, τινὰ σιτίοισι Ἱππ. 479. 28· - πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 477.

Middle Liddell

fut. attic ῐῶ
to carry over or across, Hdt., Thuc.:—Mid. to carry over what is one's own, Hdt.: —Pass. to be carried over, to pass over, cross, Thuc.