βεβαιότης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> solidité, stabilité;<br /><b>2</b> sécurité, sûreté.<br />'''Étymologie:''' [[βέβαιος]].
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> solidité, stabilité;<br /><b>2</b> sécurité, sûreté.<br />'''Étymologie:''' [[βέβαιος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βεβαιότης''': -ητος, ἡ, [[σταθερότης]], [[στερεότης]], [[εὐστάθεια]], τῆς οὐσίας Πλάτ. Κρατ. 386Α· μετὰ βεβαιότητος, κατὰ τρόπον βέβαιον, σταθερόν, ἀσφαλῆ, ὁ αὐτ. Πολ. 503C· πρβλ. Νόμ. 735Α, 790Β. 2) [[βεβαιότης]], [[πεποίθησις]], ὁ αὐτ. Φαίδρ. 277D· [[ἀσφάλεια]], βεβαιότητος [[ἕνεκα]] Θουκ. 4. 66.
|elnltext=[[βεβαιότης]] -ητος, ἡ [[βέβαιος]] stevigheid, stabiliteit, zekerheid, betrouwbaarheid:. βεβαιότητος [[ἕνεκα]] [[τῶν]] Μεγάρων om zeker te zijn van de (trouw van de) Megarenzers Thuc. 4.66.3; μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος... [[ζῆν]] leven in rust en stabiliteit Plat. Resp. 503c; αἱ... νῖκαι [[κράτος]] [[οὐκ]] [[εἶχον]] οὐδὲ βεβαιότητα de overwinningen bezaten geen kracht of bestendigheid Plut. Ant. 50.2.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βεβαιότης:''' -ητος, ἡ, [[σταθερότητα]], [[ευστάθεια]], [[ορθότητα]], [[αποφασιστικότητα]], [[ασφάλεια]], [[εγγύηση]], [[διαβεβαίωση]], σε Θουκ., Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 31: Line 28:
|mdlsjtxt=[from [[βέβαιος]]<br />[[firmness]], [[steadfastness]], [[stability]], [[assurance]], [[certainty]], Thuc., Plat.
|mdlsjtxt=[from [[βέβαιος]]<br />[[firmness]], [[steadfastness]], [[stability]], [[assurance]], [[certainty]], Thuc., Plat.
}}
}}
{{elnl
{{lsm
|elnltext=[[βεβαιότης]] -ητος, ἡ [[βέβαιος]] stevigheid, stabiliteit, zekerheid, betrouwbaarheid:. βεβαιότητος [[ἕνεκα]] [[τῶν]] Μεγάρων om zeker te zijn van de (trouw van de) Megarenzers Thuc. 4.66.3; μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος... [[ζῆν]] leven in rust en stabiliteit Plat. Resp. 503c; αἱ... νῖκαι [[κράτος]] [[οὐκ]] [[εἶχον]] οὐδὲ βεβαιότητα de overwinningen bezaten geen kracht of bestendigheid Plut. Ant. 50.2.
|lsmtext='''βεβαιότης:''' -ητος, ἡ, [[σταθερότητα]], [[ευστάθεια]], [[ορθότητα]], [[αποφασιστικότητα]], [[ασφάλεια]], [[εγγύηση]], [[διαβεβαίωση]], σε Θουκ., Πλάτ.
}}
{{ls
|lstext='''βεβαιότης''': -ητος, ἡ, [[σταθερότης]], [[στερεότης]], [[εὐστάθεια]], τῆς οὐσίας Πλάτ. Κρατ. 386Α· μετὰ βεβαιότητος, κατὰ τρόπον βέβαιον, σταθερόν, ἀσφαλῆ, ὁ αὐτ. Πολ. 503C· πρβλ. Νόμ. 735Α, 790Β. 2) [[βεβαιότης]], [[πεποίθησις]], ὁ αὐτ. Φαίδρ. 277D· [[ἀσφάλεια]], βεβαιότητος [[ἕνεκα]] Θουκ. 4. 66.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[assurance]], [[certainty]], [[durability]], [[security]], [[steadfastness]]
|woodrun=[[assurance]], [[certainty]], [[durability]], [[security]], [[steadfastness]]
}}
}}

Revision as of 20:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεβαιότης Medium diacritics: βεβαιότης Low diacritics: βεβαιότης Capitals: ΒΕΒΑΙΟΤΗΣ
Transliteration A: bebaiótēs Transliteration B: bebaiotēs Transliteration C: vevaiotis Beta Code: bebaio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A steadfastness, stability, τῆς οὐσίας Pl.Cra.386a; μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος ζῆν Id.R.503c, cf. Lg.735a, 790b, Arist. EN1100b12. 2 assurance, certainty, Pl.Phdr.277d; security, safety, βεβαιότητος ἕνεκα Th.4.66; βεβαιότης καὶ ἀσφάλεια Plu.Fab.19.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 firmeza, estabilidad τῆς οὐσίας Pl.Cra.386a, μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος ... ζῆν Pl.R.503c, ἐν τοῖς τρόποις Pl.Lg.735a, θέσεως Pl.Lg.790b, περὶ οὐδὲν ... ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων β. Arist.EN 1100b13, προσώπου Aq.Ps.59.6, cf. Sm.35.6.
2 seguridad, certeza βεβαιότητα ἡγούμενος καὶ σαφήνειαν Pl.Phdr.277d
garantía ἐφρούρουν βεβαιότητος ἕνεκα τῶν Μεγάρων Th.4.66, ποιησάμενοι ... πρὸς Ἀθηναίους ... βεβαιότητα Th.4.51, cf. Plu.Fab.19
lealtad ἔνδηλόν τι ποιεῖν τοῖς Ἀθηναίοις βεβαιότητος πέρι Th.4.132.

German (Pape)

[Seite 440] ητος, ἡ, Festigkeit, Sicherheit, Zuverlässigkeit, Thuc. 4, 66; οὐσίας Plat. Crat. 386 a; μετὰ β. καὶ ἡσυχίας ζῆν Rep. VI, 503 c u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 solidité, stabilité;
2 sécurité, sûreté.
Étymologie: βέβαιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βεβαιότης -ητος, ἡ βέβαιος stevigheid, stabiliteit, zekerheid, betrouwbaarheid:. βεβαιότητος ἕνεκα τῶν Μεγάρων om zeker te zijn van de (trouw van de) Megarenzers Thuc. 4.66.3; μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος... ζῆν leven in rust en stabiliteit Plat. Resp. 503c; αἱ... νῖκαι κράτος οὐκ εἶχον οὐδὲ βεβαιότητα de overwinningen bezaten geen kracht of bestendigheid Plut. Ant. 50.2.

Russian (Dvoretsky)

βεβαιότης: ητος ἡ
1) устойчивость, прочность, надежность, Plat., Plut.;
2) верность, обеспеченность, безопасность (βεβαιότητος ἕνεκα Thuc.);
3) достоверность, определенность (ἐν τῷ συγγράμματι Plat.).

Middle Liddell

[from βέβαιος
firmness, steadfastness, stability, assurance, certainty, Thuc., Plat.

Greek Monotonic

βεβαιότης: -ητος, ἡ, σταθερότητα, ευστάθεια, ορθότητα, αποφασιστικότητα, ασφάλεια, εγγύηση, διαβεβαίωση, σε Θουκ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

βεβαιότης: -ητος, ἡ, σταθερότης, στερεότης, εὐστάθεια, τῆς οὐσίας Πλάτ. Κρατ. 386Α· μετὰ βεβαιότητος, κατὰ τρόπον βέβαιον, σταθερόν, ἀσφαλῆ, ὁ αὐτ. Πολ. 503C· πρβλ. Νόμ. 735Α, 790Β. 2) βεβαιότης, πεποίθησις, ὁ αὐτ. Φαίδρ. 277D· ἀσφάλεια, βεβαιότητος ἕνεκα Θουκ. 4. 66.

English (Woodhouse)

assurance, certainty, durability, security, steadfastness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)