διαπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[distingué]], [[remarquable]] entre tous, [[éminent]];<br /><b>2</b> <i>abs.</i> [[magnifique]]: τὸ διαπρεπές THC la [[magnificence]];<br /><i>Cp.</i> διαπρεπέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[διαπρέπω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[distingué]], [[remarquable]] entre tous, [[éminent]];<br /><b>2</b> <i>abs.</i> [[magnifique]]: τὸ διαπρεπές THC la [[magnificence]];<br /><i>Cp.</i> διαπρεπέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[διαπρέπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαπρεπής''': -ές, [[ἔξοχος]], διακεκριμένος, [[ἐπιφανής]], Πίνδ. Ι. 5 (4). 56, Θουκ. 2, 34· τινὶ ἢ τι, ἔν τινι πράγματι, κατά τι, Εὐρ. Ἱκέτ. 841, Ι. Α. 1588· τὸ δ., [[μεγαλοπρέπεια]], Θουκ. 6. 16. ― Ἐπίρρ. –πῶς, ὑπερθ. –πέστατα, Δημ. 1208. 19.
|elnltext=διαπρεπής -ές [διαπρέπω] [[uitstekend]], [[voortreffelijk]]; subst.. [[τὸ διαπρεπές]] de praal Thuc. 6.16.2.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπρεπής:''' [[отменный]], [[выдающийся]], [[превосходный]], [[блистательный]], [[славный]] ([[νῆσος]] Pind.; [[ἀρετή]] Thuc.; [[ἄγαλμα]] Plut.): δ. τι Eur. или δ. τινι Eur., Plut. замечательный чем-л.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διαπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), διακεκριμένος, [[εξαίρετος]], [[επιφανής]], [[ένδοξος]], [[λαμπρός]], σε Θουκ.· <i>τινι</i> ή <i>τι</i>, σε [[κάτι]], σε Ευρ.· <i>τὸ δ</i>., [[μεγαλοπρέπεια]], σε Θουκ.
|lsmtext='''διαπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), διακεκριμένος, [[εξαίρετος]], [[επιφανής]], [[ένδοξος]], [[λαμπρός]], σε Θουκ.· <i>τινι</i> ή <i>τι</i>, σε [[κάτι]], σε Ευρ.· <i>τὸ δ</i>., [[μεγαλοπρέπεια]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαπρεπής:''' [[отменный]], [[выдающийся]], [[превосходный]], [[блистательный]], [[славный]] ([[νῆσος]] Pind.; [[ἀρετή]] Thuc.; [[ἄγαλμα]] Plut.): δ. τι Eur. или δ. τινι Eur., Plut. замечательный чем-л.
|lstext='''διαπρεπής''': -ές, [[ἔξοχος]], διακεκριμένος, [[ἐπιφανής]], Πίνδ. Ι. 5 (4). 56, Θουκ. 2, 34· τινὶ ἢ τι, ἔν τινι πράγματι, κατά τι, Εὐρ. Ἱκέτ. 841, Ι. Α. 1588· τὸ δ., [[μεγαλοπρέπεια]], Θουκ. 6. 16. ― Ἐπίρρ. –πῶς, ὑπερθ. –πέστατα, Δημ. 1208. 19.
}}
{{elnl
|elnltext=διαπρεπής -ές [διαπρέπω] [[uitstekend]], [[voortreffelijk]]; subst.. [[τὸ διαπρεπές]] de praal Thuc. 6.16.2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπρεπής Medium diacritics: διαπρεπής Low diacritics: διαπρεπής Capitals: ΔΙΑΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: diaprepḗs Transliteration B: diaprepēs Transliteration C: diaprepis Beta Code: diapreph/s

English (LSJ)

ές, distinguished, νᾶσος Pi.I.5(4).44; ἀρετή Th.2.34; ἐσθῆτι καὶ κόσμῳ δ. Democr.195, cf. E.Supp.841, IA1588; γυναικομίμῳ μορφώματι Id. Antiop.iiA7 A.; τὸ διαπρεπές = magnificence, Th.6.16. Adv. διαπρεπῶς = magnificently, σκηνὴ διαπρεπῶς κεκοσμημένη Plu.Alc.12; διαπρεπῶς ἀγωνίσασθαι Id.Mar.28, J.BJ7.1.2 (Comp.): Sup. διαπρεπέστατα D.50.7.

German (Pape)

[Seite 598] ές, ausgezeichnet, hervorstechend; νῆσος Pind. I. 4. 49; εὐψυχίᾳ, τὴν θέαν, Eur. Suppl. 841 I. A. 1588; ἀρετή. Thuc. 2, 34; τὸ διαπρεπές, das Hervorstechen. 6, 16 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 distingué, remarquable entre tous, éminent;
2 abs. magnifique: τὸ διαπρεπές THC la magnificence;
Cp. διαπρεπέστερος.
Étymologie: διαπρέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπρεπής -ές [διαπρέπω] uitstekend, voortreffelijk; subst.. τὸ διαπρεπές de praal Thuc. 6.16.2.

Russian (Dvoretsky)

διαπρεπής: отменный, выдающийся, превосходный, блистательный, славный (νῆσος Pind.; ἀρετή Thuc.; ἄγαλμα Plut.): δ. τι Eur. или δ. τινι Eur., Plut. замечательный чем-л.

English (Slater)

διᾰπρεπής illustrious τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν διαπρεπέα νᾶσον (I. 5.44)

Greek Monolingual

-ές (AM διαπρεπής, -ές)
διακεκριμένος, ξεχωριστός, έξοχος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το διαπρεπές
η μεγαλοπρέπεια.

Greek Monotonic

διαπρεπής: -ές (πρέπω), διακεκριμένος, εξαίρετος, επιφανής, ένδοξος, λαμπρός, σε Θουκ.· τινι ή τι, σε κάτι, σε Ευρ.· τὸ δ., μεγαλοπρέπεια, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

διαπρεπής: -ές, ἔξοχος, διακεκριμένος, ἐπιφανής, Πίνδ. Ι. 5 (4). 56, Θουκ. 2, 34· τινὶ ἢ τι, ἔν τινι πράγματι, κατά τι, Εὐρ. Ἱκέτ. 841, Ι. Α. 1588· τὸ δ., μεγαλοπρέπεια, Θουκ. 6. 16. ― Ἐπίρρ. –πῶς, ὑπερθ. –πέστατα, Δημ. 1208. 19.

Middle Liddell

δια-πρεπής, ές adj πρέπω
eminent, distinguished, illustrious, Thuc.; τινί or τι in a thing, Eur.; τὸ δ. magnificence, Thuc.

English (Woodhouse)

conspicuous, exalted, famous, peerless, pre-eminent, singular, preeminent

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)