καθαιμακτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />ensanglanté.<br />'''Étymologie:''' [[καθαιμάσσω]].
|btext=ή, όν :<br />ensanglanté.<br />'''Étymologie:''' [[καθαιμάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καθαιμακτός''': -όν, καθῃμαγμένος, κεκηλιδωμένος αἵματι, [[αἱματηρός]], τὸν Ἑλένας φόνον καθαιμακτὸν Εὐρ. Ὀρ. 1358.
|elnltext=καθαιμακτός -ή -όν [καθαιμάσσω] met bloed bevlekt.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθαιμακτός:''' [adj. verb. к [[καθαιμάσσω]] окровавленный (ὁ Ἑλένας [[φόνος]] Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καθαιμακτός:''' -όν, [[αιματοκυλισμένος]], αυτός που έχει κηλίδες αίματος, καταματωμένος, [[αιματηρός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''καθαιμακτός:''' -όν, [[αιματοκυλισμένος]], αυτός που έχει κηλίδες αίματος, καταματωμένος, [[αιματηρός]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰθαιμακτός:''' [adj. verb. к [[καθαιμάσσω]] окровавленный (ὁ Ἑλένας [[φόνος]] Eur.).
|lstext='''καθαιμακτός''': -όν, καθῃμαγμένος, κεκηλιδωμένος αἵματι, [[αἱματηρός]], τὸν Ἑλένας φόνον καθαιμακτὸν Εὐρ. Ὀρ. 1358.
}}
{{elnl
|elnltext=καθαιμακτός -ή -όν [καθαιμάσσω] met bloed bevlekt.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καθαιμακτός]],<br />bloodstained, [[bloody]], Eur. [from [[καθαιμάσσω]]
|mdlsjtxt=[[καθαιμακτός]],<br />bloodstained, [[bloody]], Eur. [from [[καθαιμάσσω]]
}}
}}

Revision as of 20:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθαιμακτός Medium diacritics: καθαιμακτός Low diacritics: καθαιμακτός Capitals: ΚΑΘΑΙΜΑΚΤΟΣ
Transliteration A: kathaimaktós Transliteration B: kathaimaktos Transliteration C: kathaimaktos Beta Code: kaqaimakto/s

English (LSJ)

όν, bloodstained, φόνος E.Or.1358 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1279] blutbefleckt, τὸν Ἑλένας φόνον καθαιμακτόν Eur. Or. 1358. Von

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
ensanglanté.
Étymologie: καθαιμάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθαιμακτός -ή -όν [καθαιμάσσω] met bloed bevlekt.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθαιμακτός: [adj. verb. к καθαιμάσσω окровавленный (ὁ Ἑλένας φόνος Eur.).

Greek Monolingual

καθαιμακτός, -όν (Α)
αιματηρός, κηλιδωμένος με αίμακαθαιμακτός φόνος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἱμακτός (< αἱμάσσω «ματώνω»)].

Greek Monotonic

καθαιμακτός: -όν, αιματοκυλισμένος, αυτός που έχει κηλίδες αίματος, καταματωμένος, αιματηρός, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καθαιμακτός: -όν, καθῃμαγμένος, κεκηλιδωμένος αἵματι, αἱματηρός, τὸν Ἑλένας φόνον καθαιμακτὸν Εὐρ. Ὀρ. 1358.

Middle Liddell

καθαιμακτός,
bloodstained, bloody, Eur. [from καθαιμάσσω