κληρονόμημα: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />héritage.<br />'''Étymologie:''' [[κληρονομέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />héritage.<br />'''Étymologie:''' [[κληρονομέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κληρονόμημα''': τό, [[κληρονομία]], Λουκ. Τυρανν. 6, Κλήμ. Ἀλ. 879.
|elnltext=κληρονόμημα -ατος, τό [κληρονομέω] erfenis.
}}
{{elru
|elrutext='''κληρονόμημα:''' ατος τό наследие, наследство Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κληρονόμημα:''' -ατος, τό, [[κληρονομιά]], σε Λουκ.
|lsmtext='''κληρονόμημα:''' -ατος, τό, [[κληρονομιά]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κληρονόμημα:''' ατος τό наследие, наследство Luc.
|lstext='''κληρονόμημα''': τό, [[κληρονομία]], Λουκ. Τυρανν. 6, Κλήμ. Ἀλ. 879.
}}
{{elnl
|elnltext=κληρονόμημα -ατος, τό [κληρονομέω] erfenis.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κληρονόμημα]], ατος, τό, [from [[κληρονομέω]]<br />an [[inheritance]], Luc. [from [[κληρονομέω]]
|mdlsjtxt=[[κληρονόμημα]], ατος, τό, [from [[κληρονομέω]]<br />an [[inheritance]], Luc. [from [[κληρονομέω]]
}}
}}

Revision as of 20:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κληρονόμημα Medium diacritics: κληρονόμημα Low diacritics: κληρονόμημα Capitals: ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΜΑ
Transliteration A: klēronómēma Transliteration B: klēronomēma Transliteration C: klironomima Beta Code: klhrono/mhma

English (LSJ)

ατος, τό, inheritance, Luc.Tyr.6.

German (Pape)

[Seite 1451] τό, das durchs Loos Zugetheilte, die Erbschaft, Luc. Tyrannicid. 6 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
héritage.
Étymologie: κληρονομέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κληρονόμημα -ατος, τό [κληρονομέω] erfenis.

Russian (Dvoretsky)

κληρονόμημα: ατος τό наследие, наследство Luc.

Greek Monolingual

το (Α κληρονόμημα) κληρονομώ
η κληρονομία, αυτό που κληρονομεί κάποιος.

Greek Monotonic

κληρονόμημα: -ατος, τό, κληρονομιά, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κληρονόμημα: τό, κληρονομία, Λουκ. Τυρανν. 6, Κλήμ. Ἀλ. 879.

Middle Liddell

κληρονόμημα, ατος, τό, [from κληρονομέω
an inheritance, Luc. [from κληρονομέω