κρηναῖος: Difference between revisions
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=α, ον :<br />de source, de fontaine.<br />'''Étymologie:''' [[κρήνη]]. | |btext=α, ον :<br />de source, de fontaine.<br />'''Étymologie:''' [[κρήνη]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κρηναῖος -α -ον [κρήνη] behorend bij een bron, bron-:. κρουνοὶ... κρηναίου ποτοῦ stromen bronwater Soph. Tr. 14; Κρηναῖαι πύλαι Bronpoort (in Thebe) Eur. Phoen. 1123. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρηναῖος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[живущий в источнике]] (Νύμφαι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[ключевой]] ([[ὕδωρ]] Her.; νασμοί Eur.; ὕδατα Arst.; λιβάδες Anth.): κρηναῖον [[γάνος]] Aesch. утоление, даваемое источником. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κρηναῖος:''' -α, -ον ([[κρήνη]]), προερχόμενος από [[κρήνη]] ή [[πηγή]], <i>Νύμφαι κρηναῖαι = Κρηνιάδες</i>, σε Ομήρ. Οδ.· κρ. [[ὕδωρ]], το αναβλύζον από [[πηγή]] [[νερό]], σε Ηρόδ.· κρ. [[ποτόν]], σε Σοφ. κ.λπ. | |lsmtext='''κρηναῖος:''' -α, -ον ([[κρήνη]]), προερχόμενος από [[κρήνη]] ή [[πηγή]], <i>Νύμφαι κρηναῖαι = Κρηνιάδες</i>, σε Ομήρ. Οδ.· κρ. [[ὕδωρ]], το αναβλύζον από [[πηγή]] [[νερό]], σε Ηρόδ.· κρ. [[ποτόν]], σε Σοφ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κρηναῖος''': -α, -ον, ([[κρήνη]]) ἐκ πηγῆς ἢ βρύσεως, Νύμφαι κρηναῖαι = Κρηνιάδες, Ὀδ. Ρ. 240· κρ. [[ὕδωρ]], [[ὕδωρ]] πηγαῖον, ἐκ κρήνης, Ἡρόδ. 4. 181· κρ. [[ποτὸν]] Σοφ. Τρ. 14, Φιλ. 21· νασμοὶ Εὐρ. Ἱππ. 225· κρηναῖον [[γάνος]], ὃ ἐ. τὸ [[ὕδωρ]] τῆς Δίρκης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 483· οὕτω Κρ. πύλαι, αἱ πύλαι τῆς Δίρκης (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 1123. II. ὡς οὐσιαστ. κρηναία, ἡ, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Ἀπολλ. Ρόδ. Αʹ, 1208, ἐκτὸς ἂν ἀντὶ τοῦ δίζετο κρηναίης, ἀναγνώσωμεν, δίζητο κρήνης. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:55, 2 October 2022
English (LSJ)
α, ον, (κρήνη) of, from a spring or fountain, Νύμφαι κρηναῖαι, = Κρηνιάδες, Od.17.240; κ. ὕδωρ spring water, Hdt.4.181; ποτόν S.Tr.14, Ph.21; νασμοί E.Hipp.225 (anap.); γάνος, i.e. the water of Dirce, A.Pers.483; λιβάδες AP9.549 (Antiphil.); K. πύλαι the gate of Dirce (v. Sch.), E.Ph. 1123.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de source, de fontaine.
Étymologie: κρήνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρηναῖος -α -ον [κρήνη] behorend bij een bron, bron-:. κρουνοὶ... κρηναίου ποτοῦ stromen bronwater Soph. Tr. 14; Κρηναῖαι πύλαι Bronpoort (in Thebe) Eur. Phoen. 1123.
Russian (Dvoretsky)
κρηναῖος:
1) живущий в источнике (Νύμφαι Hom.);
2) ключевой (ὕδωρ Her.; νασμοί Eur.; ὕδατα Arst.; λιβάδες Anth.): κρηναῖον γάνος Aesch. утоление, даваемое источником.
English (Autenrieth)
(κρήνη): of the fount, νύμφαι, fountain-nymphs, Od. 17.240†.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α κρηναῖος και κρηνιαῖος, -αία, -ον, θηλ. και κρηνιάς)
αυτός που προέρχεται από κρήνη («τυγχάνει δὲ καὶ ἄλλο σφι ὕδωρ κρηναῖον ἐόν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. αγοραίος, μοιραίος). Ο τ. κρηνιάς < κρήνη + επίθημα -ιάς (πρβλ. ορεστ-ιάς, ποντ-ιάς)].
Greek Monotonic
κρηναῖος: -α, -ον (κρήνη), προερχόμενος από κρήνη ή πηγή, Νύμφαι κρηναῖαι = Κρηνιάδες, σε Ομήρ. Οδ.· κρ. ὕδωρ, το αναβλύζον από πηγή νερό, σε Ηρόδ.· κρ. ποτόν, σε Σοφ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
κρηναῖος: -α, -ον, (κρήνη) ἐκ πηγῆς ἢ βρύσεως, Νύμφαι κρηναῖαι = Κρηνιάδες, Ὀδ. Ρ. 240· κρ. ὕδωρ, ὕδωρ πηγαῖον, ἐκ κρήνης, Ἡρόδ. 4. 181· κρ. ποτὸν Σοφ. Τρ. 14, Φιλ. 21· νασμοὶ Εὐρ. Ἱππ. 225· κρηναῖον γάνος, ὃ ἐ. τὸ ὕδωρ τῆς Δίρκης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 483· οὕτω Κρ. πύλαι, αἱ πύλαι τῆς Δίρκης (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 1123. II. ὡς οὐσιαστ. κρηναία, ἡ, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Ἀπολλ. Ρόδ. Αʹ, 1208, ἐκτὸς ἂν ἀντὶ τοῦ δίζετο κρηναίης, ἀναγνώσωμεν, δίζητο κρήνης.
Middle Liddell
κρηναῖος, η, ον κρήνη
of, from a spring or fountain, Νύμφαι κρηναῖαι = Κρηνιάδες, Od.; κρ. ὕδωρ spring water, Hdt.; κρ. ποτόν Soph., etc.