κόθουρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
(6_16)
 
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=κόθουρος
|Medium diacritics=κόθουρος
|Low diacritics=κόθουρος
|Capitals=ΚΟΘΟΥΡΟΣ
|Transliteration A=kóthouros
|Transliteration B=kothouros
|Transliteration C=kothouros
|Beta Code=ko/qouros
|Definition=ον, [[docktailed]], i.e. [[without a sting]], [[κήφηνες]] Hes. ''Op.'' 304.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à queue écourtée (<i>ép. du faux bourdon</i>).<br />'''Étymologie:''' κοθώ, cf. κορθώ, <i>skr.</i> krdhú- « écourté », et [[οὐρά]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[κόλουρος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κόθουρος -ον zonder angel (van een hommel).
}}
{{elru
|elrutext='''κόθουρος:''' [*[[κοθώ]] «[[ущерб]]»] досл. короткохвостый, куцый, перен. лишенный жала (κηφῆνες Hes.).
}}
{{grml
|mltxt=[[κόθουρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κομμένη [[ουρά]], [[κολοβός]]<br /><b>2.</b> (για τους κηφήνες) αυτός που δεν έχει [[κεντρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> [[κοθώ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]]) [[κατά]] το <i>κόλ</i>-<i>ουρος</i>. Το α' συνθετικό [[κοθώ]] [[είναι]] [[γλώσσα]] του Ησυχίου, ερμηνεύεται ως [[βλάβη]] και [[είναι]] άγνωστης ετυμολ. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], <i>κόθ</i>-<i>ουρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κόρθ</i>-<i>ουρος</i> με α' συνθετικό τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[κορθώ]]<br />[[βλάβη]]. Στην [[περίπτωση]] αυτή, το [[κοθώ]] θα θεωρηθεί υποχωρητ. σχηματισμένο από το <i>κόθ</i>- του <i>κόθ</i>-<i>ουρος</i> [[κατά]] το <i>κοθρώ</i>. Το τελευταίο πιθ. να συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>krdhu</i>- «[[κολοβός]], ακρωτηριασμένος» ή με το [[κορθύω]] «[[ανυψώνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κόθουρος:''' -ον, λέγεται για τους κηφήνες, [[κολοβός]], δηλ. [[χωρίς]] [[κεντρί]], σε Ηρόδ. (Πιθ. από το [[κοθώ]], <i>-οῦς</i>, <i>ἡ</i>, αρχαία [[λέξη]] αντί για [[βλάβη]] και το [[οὐρά]], η [[ουρά]]).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κόθουρος''': -ον, ἐπὶ τῶν κηφήνων, [[κολοβός]], [[ἄνευ]] οὐρᾶς, δηλ. μὴ ἔχων [[κέντρον]] Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 302· ― περὶ τοῦ κοθοῦρις ἴδε ἐν λέξ. [[κόλουρος]]. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει κοθώ, οῦς, ἡ, = [[βλάβη]], [[ὥστε]] ἡ [[λέξις]] φαίνεται [[σύνθετος]] ἐκ τῶν κοθώ, [[οὐρά]].)
|lstext='''κόθουρος''': -ον, ἐπὶ τῶν κηφήνων, [[κολοβός]], [[ἄνευ]] οὐρᾶς, δηλ. μὴ ἔχων [[κέντρον]] Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 302· ― περὶ τοῦ κοθοῦρις ἴδε ἐν λέξ. [[κόλουρος]]. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει κοθώ, οῦς, ἡ, = [[βλάβη]], [[ὥστε]] ἡ [[λέξις]] φαίνεται [[σύνθετος]] ἐκ τῶν κοθώ, [[οὐρά]].)
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: adjunct of [[κηφήν]] or the drone, [[without sting]] (Hes. Op. 304); [[κόθουριν]] (cod. <b class="b3">-οῦ-</b>) [[ἀλώπεκα]] H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Like [[κόλουρος]], f. <b class="b3">-ρις</b> <b class="b2">with cut (short) tail</b> (of the fox etc.) from [[κόλος]] and [[οὑρά]], thus without doubt [[κόθουρος]] to <b class="b3">κοθώ βλάβη</b> H., which is further unclear. In H. also <b class="b3">κορθώ βλάβη</b>; so [[κόθουρος]] for <b class="b3">*κορθ-ουρος</b> and [[κοθώ]] derived from [[κόθουρος]]? - With [[κορθώ]] cf. Skt. <b class="b2">kr̥dhú-</b> [[shortened]], [[mutilated]], [[invalid]] (but this would have given <b class="b3">*κραθ-υ-</b> in Greek). - Fur. 198 connects [[κοντός]], [[κονδός]], with similar meaning, s.v.<br />See also: s. [[κυρσάνιος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κόθ-ουρος, ον<br />of drones, [[dock]]-tailed, i. e. without a [[sting]], Hes. [Prob. from [[κοθώ]] an old [[word]] for [[βλάβη]], and [[οὐρά]] [[tail]].]
}}
{{FriskDe
|ftr='''κόθουρος''': {kóthouros}<br />'''Meaning''': Beiwort des [[κηφήν]] od. der Drohne, [[ohne Stachel]] (Hes. ''Op''. 304); κόθουριν (cod. -οῦ-)· ἀλώπεκα H.<br />'''Etymology''': Wie [[κόλουρος]], f. -ρις [[stumpfschwänzig]] (vom Fuchs usw.) aus [[κόλος]] und [[οὐρά]], ebenso ohne Zweifel [[κόθουρος]] zu [[κοθώ]]· [[βλάβη]] H., das seinerseits indessen dunkel ist. Bei H. auch [[κορθώ]]· [[βλάβη]]; [[κόθουρος]] somit für *κορθουρος und [[κοθώ]] aus [[κόθουρος]] losgelöst? — Zu [[κορθώ]] vgl. aind. ''kr̥dhú''- [[verkürzt]], [[verstümmelt]], [[mangelhaft]] u. a.; s. [[κυρσάνιος]].<br />'''Page''' 1,891
}}
}}

Latest revision as of 21:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόθουρος Medium diacritics: κόθουρος Low diacritics: κόθουρος Capitals: ΚΟΘΟΥΡΟΣ
Transliteration A: kóthouros Transliteration B: kothouros Transliteration C: kothouros Beta Code: ko/qouros

English (LSJ)

ον, docktailed, i.e. without a sting, κήφηνες Hes. Op. 304.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à queue écourtée (ép. du faux bourdon).
Étymologie: κοθώ, cf. κορθώ, skr. krdhú- « écourté », et οὐρά.
Par. κόλουρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόθουρος -ον zonder angel (van een hommel).

Russian (Dvoretsky)

κόθουρος: [*κοθώ «ущерб»] досл. короткохвостый, куцый, перен. лишенный жала (κηφῆνες Hes.).

Greek Monolingual

κόθουρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κομμένη ουρά, κολοβός
2. (για τους κηφήνες) αυτός που δεν έχει κεντρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη < κοθώ + -ουρος (< οὐρά) κατά το κόλ-ουρος. Το α' συνθετικό κοθώ είναι γλώσσα του Ησυχίου, ερμηνεύεται ως βλάβη και είναι άγνωστης ετυμολ. Κατ' άλλη άποψη, κόθ-ουρος < κόρθ-ουρος με α' συνθετικό τη γλώσσα του Ησυχίου κορθώ
βλάβη. Στην περίπτωση αυτή, το κοθώ θα θεωρηθεί υποχωρητ. σχηματισμένο από το κόθ- του κόθ-ουρος κατά το κοθρώ. Το τελευταίο πιθ. να συνδέεται με το αρχ. ινδ. krdhu- «κολοβός, ακρωτηριασμένος» ή με το κορθύω «ανυψώνω»].

Greek Monotonic

κόθουρος: -ον, λέγεται για τους κηφήνες, κολοβός, δηλ. χωρίς κεντρί, σε Ηρόδ. (Πιθ. από το κοθώ, -οῦς, , αρχαία λέξη αντί για βλάβη και το οὐρά, η ουρά).

Greek (Liddell-Scott)

κόθουρος: -ον, ἐπὶ τῶν κηφήνων, κολοβός, ἄνευ οὐρᾶς, δηλ. μὴ ἔχων κέντρον Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 302· ― περὶ τοῦ κοθοῦρις ἴδε ἐν λέξ. κόλουρος. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει κοθώ, οῦς, ἡ, = βλάβη, ὥστελέξις φαίνεται σύνθετος ἐκ τῶν κοθώ, οὐρά.)

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: adjunct of κηφήν or the drone, without sting (Hes. Op. 304); κόθουριν (cod. -οῦ-) ἀλώπεκα H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Like κόλουρος, f. -ρις with cut (short) tail (of the fox etc.) from κόλος and οὑρά, thus without doubt κόθουρος to κοθώ βλάβη H., which is further unclear. In H. also κορθώ βλάβη; so κόθουρος for *κορθ-ουρος and κοθώ derived from κόθουρος? - With κορθώ cf. Skt. kr̥dhú- shortened, mutilated, invalid (but this would have given *κραθ-υ- in Greek). - Fur. 198 connects κοντός, κονδός, with similar meaning, s.v.
See also: s. κυρσάνιος.

Middle Liddell

κόθ-ουρος, ον
of drones, dock-tailed, i. e. without a sting, Hes. [Prob. from κοθώ an old word for βλάβη, and οὐρά tail.]

Frisk Etymology German

κόθουρος: {kóthouros}
Meaning: Beiwort des κηφήν od. der Drohne, ohne Stachel (Hes. Op. 304); κόθουριν (cod. -οῦ-)· ἀλώπεκα H.
Etymology: Wie κόλουρος, f. -ρις stumpfschwänzig (vom Fuchs usw.) aus κόλος und οὐρά, ebenso ohne Zweifel κόθουρος zu κοθώ· βλάβη H., das seinerseits indessen dunkel ist. Bei H. auch κορθώ· βλάβη; κόθουρος somit für *κορθουρος und κοθώ aus κόθουρος losgelöst? — Zu κορθώ vgl. aind. kr̥dhú- verkürzt, verstümmelt, mangelhaft u. a.; s. κυρσάνιος.
Page 1,891