παρίσχω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>prés. inf. épq.</i> παρισχέμεν;<br /><i>c.</i> [[παρέχω]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἴσχω]].
|btext=<i>prés. inf. épq.</i> παρισχέμεν;<br /><i>c.</i> [[παρέχω]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἴσχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρίσχω''': [[τύπος]] [[παράλληλος]] τοῦ [[παρέχω]], παρισχέμεν (τοὺς ἵππους), [[παρασχεῖν]], προσαγαγεῖν αὐτῷ, Ἰλ. Δ. 229˙ [[παρέχω]], [[προσφέρω]], [[αὐτόθι]] Ι. 638, Πινδ. Π. 8. 109.
|elnltext=παρ-ίσχω, alleen praes., gereed houden; aanbieden.
}}
{{elru
|elrutext='''παρίσχω:''' (inf. praes. παρισχέμεν) Hom. = [[παρέχω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''παρίσχω:''' [[παράλληλος]] [[τύπος]] του [[παρέχω]], [[κρατώ]] σε [[ετοιμότητα]], έχω [[κάτι]] έτοιμο, σε Ομήρ. Ιλ.· [[παρουσιάζω]], [[προσφέρω]], στο ίδ.
|lsmtext='''παρίσχω:''' [[παράλληλος]] [[τύπος]] του [[παρέχω]], [[κρατώ]] σε [[ετοιμότητα]], έχω [[κάτι]] έτοιμο, σε Ομήρ. Ιλ.· [[παρουσιάζω]], [[προσφέρω]], στο ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρίσχω:''' (inf. praes. παρισχέμεν) Hom. = [[παρέχω]].
|lstext='''παρίσχω''': [[τύπος]] [[παράλληλος]] τοῦ [[παρέχω]], παρισχέμεν (τοὺς ἵππους), [[παρασχεῖν]], προσαγαγεῖν αὐτῷ, Ἰλ. Δ. 229˙ [[παρέχω]], [[προσφέρω]], [[αὐτόθι]] Ι. 638, Πινδ. Π. 8. 109.
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-ίσχω, alleen praes., gereed houden; aanbieden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[collat. [[form]] of [[παρέχω]]<br />to [[hold]] in [[readiness]], Il.: to [[present]], [[offer]], Il.
|mdlsjtxt=[collat. [[form]] of [[παρέχω]]<br />to [[hold]] in [[readiness]], Il.: to [[present]], [[offer]], Il.
}}
}}

Revision as of 21:06, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρίσχω Medium diacritics: παρίσχω Low diacritics: παρίσχω Capitals: ΠΑΡΙΣΧΩ
Transliteration A: paríschō Transliteration B: parischō Transliteration C: parischo Beta Code: pari/sxw

English (LSJ)

= παρέχω, hold in readiness, Ep. inf. παρισχέμεν Il.4.229; present, offer, 9.638, Pi.P.8.76; provide, IG7.3073.10 (Lebad.), SIG 245 Gi46 (Delph., iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 524] Nebenform von παρέχω, bereit halten, Il. 4, 229, darbieten, 9, 639.

French (Bailly abrégé)

prés. inf. épq. παρισχέμεν;
c. παρέχω.
Étymologie: παρά, ἴσχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-ίσχω, alleen praes., gereed houden; aanbieden.

Russian (Dvoretsky)

παρίσχω: (inf. praes. παρισχέμεν) Hom. = παρέχω.

English (Autenrieth)

(parallel form of παρέχω), inf. παρισχέμεν: hold by or ready, offer; τινί τι, Δ 22, Il. 9.638.

English (Slater)

παρίσχω v. παρέχω.

Greek Monolingual

Α
1. ετοιμάζω, κρατάω έτοιμο, έχω κοντά
2. προσφέρω, δίνω, παρέχω κάτι
3. προνοώ, προβλέπω, προμηθεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἴσχω «κρατώ πίσω, εμποδίζω»].

Greek Monotonic

παρίσχω: παράλληλος τύπος του παρέχω, κρατώ σε ετοιμότητα, έχω κάτι έτοιμο, σε Ομήρ. Ιλ.· παρουσιάζω, προσφέρω, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παρίσχω: τύπος παράλληλος τοῦ παρέχω, παρισχέμεν (τοὺς ἵππους), παρασχεῖν, προσαγαγεῖν αὐτῷ, Ἰλ. Δ. 229˙ παρέχω, προσφέρω, αὐτόθι Ι. 638, Πινδ. Π. 8. 109.

Middle Liddell

[collat. form of παρέχω
to hold in readiness, Il.: to present, offer, Il.