παρακάθημαι: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />être assis auprès de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κάθημαι]]. | |btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />être assis auprès de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κάθημαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=παρα-κάθημαι zitten naast, met dat. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρακάθημαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сидеть рядом]] (τινι Arph., Thuc.): οἱ παρακαθήμενοι Plat. сидевшие рядом, т. е. присутствовавшие;<br /><b class="num">2)</b> [[быть расположенным рядом]] (στρατόπεδα παρακαθήμενα Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''παρακάθημαι:''' απαρ. -[[καθῆσθαι]], αποθ., [[κάθομαι]] δίπλα ή κοντά σε κάποιον [[άλλο]], με δοτ., σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ. | |lsmtext='''παρακάθημαι:''' απαρ. -[[καθῆσθαι]], αποθ., [[κάθομαι]] δίπλα ή κοντά σε κάποιον [[άλλο]], με δοτ., σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''παρακάθημαι''': ἀπαρέμ. -καθῆσαι, ἀποθ., [[κάθημαι]] πλησίον, τινι Ἀριστοφάν. Βάτρ. 1492, Θουκ. 6. 13, Πλάτ. Κρίτων 43Β, κ. ἀλλ.· τινι Συνέσ. 163Β· ἀπολ., οἱ παρακαθήμενοι Πλάτ. Πρωτ. 320C, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ στρατοῦ, Πολύβ. 9. 44, 2. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=inf. -[[καθῆσθαι]]<br />Dep. to be [[seated]] [[beside]] or near [[another]], c. dat., Ar., Thuc., etc. | |mdlsjtxt=inf. -[[καθῆσθαι]]<br />Dep. to be [[seated]] [[beside]] or near [[another]], c. dat., Ar., Thuc., etc. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:07, 2 October 2022
English (LSJ)
inf. -καθῆσθαι, A to be seated beside or near, τινι Ar.Ra. 1492, Th.6.13: abs., Pl.Cri.43b; οἱ παρακαθήμενοι Id.Prt.320c, al.; of passengers in a ship, GDI3835 (Rhodes). 2 of an army, encamp beside, Plb.9.11A.2. 3 to be busy about, τινι PSI4.402.10 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 480] (s. ἧμαι), daneben-, dabeisitzen; Plat. Crit. 43 a Prot. 315 d, τινί, wie Ar. Ran. 1491 u. Thuc. 6, 13; vom Heere, sich dabei lagern, Pol. 9, 44, 2.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
être assis auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, κάθημαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-κάθημαι zitten naast, met dat.
Russian (Dvoretsky)
παρακάθημαι:
1) сидеть рядом (τινι Arph., Thuc.): οἱ παρακαθήμενοι Plat. сидевшие рядом, т. е. присутствовавшие;
2) быть расположенным рядом (στρατόπεδα παρακαθήμενα Polyb.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
κάθομαι κοντά σε κάποιον, παραπλεύρως κάποιου
νεοελλ.-μσν.
κάθομαι μαζί με κάποιον ή δίπλα σε κάποιον, λαμβάνω μέρος σε συγκέντρωση μαζί με άλλους («παρακάθημαι σε γεύμα»)
αρχ.
1. (για στρατό) στρατοπεδεύω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι
2. απασχολούμαι με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κάθημαι.
Greek Monotonic
παρακάθημαι: απαρ. -καθῆσθαι, αποθ., κάθομαι δίπλα ή κοντά σε κάποιον άλλο, με δοτ., σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
παρακάθημαι: ἀπαρέμ. -καθῆσαι, ἀποθ., κάθημαι πλησίον, τινι Ἀριστοφάν. Βάτρ. 1492, Θουκ. 6. 13, Πλάτ. Κρίτων 43Β, κ. ἀλλ.· τινι Συνέσ. 163Β· ἀπολ., οἱ παρακαθήμενοι Πλάτ. Πρωτ. 320C, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ στρατοῦ, Πολύβ. 9. 44, 2.
Middle Liddell
inf. -καθῆσθαι
Dep. to be seated beside or near another, c. dat., Ar., Thuc., etc.