παράκαιρος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />intempestif ; inconvenant, coupable, criminel.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καιρός]].
|btext=ος, ον :<br />intempestif ; inconvenant, coupable, criminel.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καιρός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παράκαιρος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ παρὰ τὸν καιρόν, ὁ μὴ ἐν δέοντι καιρῷ γιγνόμενος, Ἐπίχ. ἐν Α. Β. 112, 16, Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 217, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 514D, Λουκ. Νιγρ. 31. Ἐπίρρ. -ρως, ὑπερμέτρως, οὐδὲ τὸν πλοῦτον παρακαίρως ἠγάπα Ἰσοκρ. 2Ε· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ποιητικ. τύπῳ, παρακαίρια ῥέζων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 327.
|elnltext=παράκαιρος -ον zie παρακαίριος.
}}
{{elru
|elrutext='''παράκαιρος:''' Luc. = [[παρακαίριος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παράκαιρος:''' -ον, [[παράκαιρος]], αυτός που δεν βρίσκεται στο σωστό χρόνο, που βρίσκεται [[εκτός]] εποχής, σε Λουκ.
|lsmtext='''παράκαιρος:''' -ον, [[παράκαιρος]], αυτός που δεν βρίσκεται στο σωστό χρόνο, που βρίσκεται [[εκτός]] εποχής, σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παράκαιρος:''' Luc. = [[παρακαίριος]].
|lstext='''παράκαιρος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ παρὰ τὸν καιρόν, ὁ μὴ ἐν δέοντι καιρῷ γιγνόμενος, Ἐπίχ. ἐν Α. Β. 112, 16, Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 217, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 514D, Λουκ. Νιγρ. 31. Ἐπίρρ. -ρως, ὑπερμέτρως, οὐδὲ τὸν πλοῦτον παρακαίρως ἠγάπα Ἰσοκρ. 2Ε· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ποιητικ. τύπῳ, παρακαίρια ῥέζων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 327.
}}
{{elnl
|elnltext=παράκαιρος -ον zie παρακαίριος.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παρά]]-καιρος, ον,<br />[[unseasonable]], ill-timed, Luc.
|mdlsjtxt=[[παρά]]-καιρος, ον,<br />[[unseasonable]], ill-timed, Luc.
}}
}}

Revision as of 21:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράκαιρος Medium diacritics: παράκαιρος Low diacritics: παράκαιρος Capitals: ΠΑΡΑΚΑΙΡΟΣ
Transliteration A: parákairos Transliteration B: parakairos Transliteration C: parakairos Beta Code: para/kairos

English (LSJ)

ον, = παρακαίριος (unseasonable, ill-timed), Epich. 260, Men. Mon. 217, Clearch. 5, Luc. Nigr. 31 ; τὸ π. Lib. Or. 64.100. Adv. παρακαίρως immoderately, Isoc. 1.9.

German (Pape)

[Seite 481] = Vorigem, Luc. Nigr. 31 (richtiger παρὰ καιρόν); nach B. A. 112, 26 = ἄκαιρος, aus Epicharm. καὶ μάταιος τρυφή, Ath. XII, 514 d. – Adv. zur Unzeit, πλοῦτον ἀγαπᾶν, Isocr. 1, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
intempestif ; inconvenant, coupable, criminel.
Étymologie: παρά, καιρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράκαιρος -ον zie παρακαίριος.

Russian (Dvoretsky)

παράκαιρος: Luc. = παρακαίριος.

Greek Monolingual

-η, -ο / παράκαιρος, -ον, ΝΑ
αυτός που γίνεται σε ακατάλληλη στιγμή ή αυτός που γίνεται με καθυστέρηση, άκαιρος, όψιμος, καθυστερημένος.
επίρρ...
παράκαιρα / παρακαίρως, ΝΑ
νεοελλ.
1. σε ακατάλληλη στιγμή, άκαιρα
2. με καθυστέρηση, εκπρόθεσμα
αρχ.
περισσότερο από το κανονικό ή από το συνηθισμένο, υπέρμετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + καιρός.

Greek Monotonic

παράκαιρος: -ον, παράκαιρος, αυτός που δεν βρίσκεται στο σωστό χρόνο, που βρίσκεται εκτός εποχής, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παράκαιρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ παρὰ τὸν καιρόν, ὁ μὴ ἐν δέοντι καιρῷ γιγνόμενος, Ἐπίχ. ἐν Α. Β. 112, 16, Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 217, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 514D, Λουκ. Νιγρ. 31. Ἐπίρρ. -ρως, ὑπερμέτρως, οὐδὲ τὸν πλοῦτον παρακαίρως ἠγάπα Ἰσοκρ. 2Ε· - οὕτως ἐν τῷ ποιητικ. τύπῳ, παρακαίρια ῥέζων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 327.

Middle Liddell

παρά-καιρος, ον,
unseasonable, ill-timed, Luc.