παραρρέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<i>f.</i> παραρρεύσομαι, <i>ao.2</i> παρερρύην, <i>pf.</i> παρερρύηκα;<br /><b>1</b> couler devant <i>ou</i> le long de : τινι tomber auprès de qqn ; couler <i>ou</i> glisser le long de, s'échapper des mains ; s'égarer, être oublié;<br /><b>2</b> couler à travers, s'infiltrer, se glisser, pénétrer, <i>avec</i> [[εἰς]] <i>ou</i> [[πρός]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ῥέω]].
|btext=<i>f.</i> παραρρεύσομαι, <i>ao.2</i> παρερρύην, <i>pf.</i> παρερρύηκα;<br /><b>1</b> couler devant <i>ou</i> le long de : τινι tomber auprès de qqn ; couler <i>ou</i> glisser le long de, s'échapper des mains ; s'égarer, être oublié;<br /><b>2</b> couler à travers, s'infiltrer, se glisser, pénétrer, <i>avec</i> [[εἰς]] <i>ou</i> [[πρός]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ῥέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραρρέω''': μέλλ.-ρεύσομαι: ἀόρ.-ερρύην: πρκμ.-ερρύηκα. ― Ρέω πλησίον ἢ [[παρέρχομαι]] ῥέων, μετ’ αἰτ., τόπον ἢ παρὰ τόπον Ἡρόδ. 2. 150., 6. 20, κτλ.· ἀπολ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· παροιμ., [[ὕδωρ]] παραρρέει, τὸ τοῦ Ὁρατίου labitur et labetur, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 14. ΙΙ. [[ἐκπίπτω]] πλησίον, ἐξολισθαίνω, εἴ τί μοι τόξων..παρερρύηκε Σοφ. Φ. 653· ὅτῳ μὴ παραρρυείη [ἡ χιὼν], εἰς ὅν τινα δὲν ἐρρύη εἰς τὰ πλάγια ἡ [[χιών]], Ξεν. Ἀν. 4.4, 11· - [[διαφεύγω]] τὴν προσοχὴν ἢ τὴν μνήμην, πολλὰ ἡμῖν παρέρρει Πλάτ. Νόμ. 781Α· μετ’ αἰτ., πολλὰ παρερρύηκεν ἡμᾶς Κλήμ. Ἀλ. 324· ἀπολ., εἴ τι παραρρυὲν λάθῃ Λουκ. Διάλεξις πρὸς Ἡσίοδ. 5· φιλοσοφίαν καὶ ῥητορικὴν παρερρυηκυίας, ἐκλιπούσας ἐκ τῆς μνήμης, Γεωπον. ἐν τῷ Προοιμ. 4. 2) ἐπὶ προσώπων, μαίνεταί τε καὶ παραρρεῖ τῶν φρενῶν, χάνει τὰς φρένας, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ., 1. 6, ἴδε ἐν λέξει [[ἐκπλέω]]· - [[ὡσαύτως]] ἀμελῶ, παραμελῶ, παραρρυῆναι τῆς ἀληθείας Κλήμ. Ἀλεξανδρ. 288, πρβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. β΄, 2. 1. ΙΙΙ. ῥέων [[παρέρχομαι]], ῥέω [[παρά]] τι χωρὶς νὰ [[παραμένω]], ἐν τοῖς πυρετοῖς διδόναι δεὶ τὸ [[ποτὸν]] [[πολλάκις]] καὶ κατ’ ὀλίγον· τὸ μὲν γὰρ πολὺ παραρρεῖ, τὸ δὲ ὀλίγον μὲν [[πολλάκις]] δὲ διαβρέχει καὶ εἰς τὰς σάρκας χωρεῖ Ἀριστ. Προβλ. 1. 55· τῆς τροφῆς εἰσιούσης σπάνιόν τι εἰς τὴν ἀρτηρίαν παραρρεῖ, πλαγίως εἰσρέει, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 6· μεταφορ., λόγοι ψευδεῖς παρερρυήκασι πρὸς ὑμᾶς Δημ. 170.25, πρβλ. Πλούτ. 3. 969Ε. IV. φωναὶ σαθραὶ καὶ παρερρυηκυῖαι, σαθραὶ καὶ συγκεχυμέναι, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 66 (εἰ μὴ [[ἀναγνωστέον]], παρερρωγυῖαι· ἴδε [[παραρρήγνυμι]] ΙΙ. 2).
|elnltext=παρα-ρρέω voorbijstromen, langs... stromen, met acc. en abs. wegglijden; met dat. ontvallen, overdr. ontgaan:; πολλὰ ὑμῖν παρέρρει vele zaken gingen langs jullie heen Plat. Lg. 781a; overdr., van pers., abs. wegdrijven, uit de koers raken:; μήποτε παραρυῶμεν opdat wij nooit de weg kwijt raken NT Hebr. 2.1;
}}
{{elru
|elrutext='''παραρρέω:''' (fut. παραρρεύσομαι, aor. 2 παρερρύην, pf. παρερρύηκα)<br /><b class="num">1)</b> [[протекать мимо]], [[обтекать]] (τόπον и παρὰ τόπον Her.; [[πιεῖν]] ἀπὸ τοῦ παραρρέοντος ποταμοῦ Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[втекать]], [[вливаться]] (εἰς τὴν ἀρτηρίαν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> стекать вниз, т. е. таять (ἀλεεινὸν ἦν ἡ [[χιών]], [[ὅτῳ]] μὴ παραρρυείη Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[ускользать]]: εἴ [[μοί]] τι τόξων τῶνδ᾽ ἀπημελημένον παρερρύηκεν Soph. (не знаю, не) ускользнула ли незаметно для меня какая-л. из этих стрел;<br /><b class="num">5)</b> [[проскальзывать]], [[вкрадываться]], [[проникать]] (πρός τινα Dem.; [[παρά]] τι Arst.; εἴς τι Plut.);<br /><b class="num">6)</b> [[сбиваться с]] (истинного) пути NT.
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παραρρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ερρύην</i>, παρακ. Ενεργ. <i>-ερρύηκα</i>·<br /><b class="num">I.</b> ρέω κοντά ή [[πλησίον]], <i>τόπον</i> ή <i>παρὰ τόπον</i>, σε Ηρόδ.· σβήνομαι, εξαλείφομαι, παρασέρνομαι, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[πέφτω]] ή [[ολισθαίνω]], σε Σοφ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> ρέω [[ξαφνικά]], σε Δημ.
|lsmtext='''παραρρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ερρύην</i>, παρακ. Ενεργ. <i>-ερρύηκα</i>·<br /><b class="num">I.</b> ρέω κοντά ή [[πλησίον]], <i>τόπον</i> ή <i>παρὰ τόπον</i>, σε Ηρόδ.· σβήνομαι, εξαλείφομαι, παρασέρνομαι, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[πέφτω]] ή [[ολισθαίνω]], σε Σοφ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> ρέω [[ξαφνικά]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραρρέω:''' (fut. παραρρεύσομαι, aor. 2 παρερρύην, pf. παρερρύηκα)<br /><b class="num">1)</b> [[протекать мимо]], [[обтекать]] (τόπον и παρὰ τόπον Her.; [[πιεῖν]] ἀπὸ τοῦ παραρρέοντος ποταμοῦ Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[втекать]], [[вливаться]] (εἰς τὴν ἀρτηρίαν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> стекать вниз, т. е. таять (ἀλεεινὸν ἦν ἡ [[χιών]], [[ὅτῳ]] μὴ παραρρυείη Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[ускользать]]: εἴ [[μοί]] τι τόξων τῶνδ᾽ ἀπημελημένον παρερρύηκεν Soph. (не знаю, не) ускользнула ли незаметно для меня какая-л. из этих стрел;<br /><b class="num">5)</b> [[проскальзывать]], [[вкрадываться]], [[проникать]] (πρός τινα Dem.; [[παρά]] τι Arst.; εἴς τι Plut.);<br /><b class="num">6)</b> [[сбиваться с]] (истинного) пути NT.
|lstext='''παραρρέω''': μέλλ.-ρεύσομαι: ἀόρ.-ερρύην: πρκμ.-ερρύηκα. ― Ρέω πλησίον ἢ [[παρέρχομαι]] ῥέων, μετ’ αἰτ., τόπον παρὰ τόπον Ἡρόδ. 2. 150., 6. 20, κτλ.· ἀπολ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· παροιμ., [[ὕδωρ]] παραρρέει, τὸ τοῦ Ὁρατίου labitur et labetur, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 14. ΙΙ. [[ἐκπίπτω]] πλησίον, ἐξολισθαίνω, εἴ τί μοι τόξων..παρερρύηκε Σοφ. Φ. 653· ὅτῳ μὴ παραρρυείη [ἡ χιὼν], εἰς ὅν τινα δὲν ἐρρύη εἰς τὰ πλάγια ἡ [[χιών]], Ξεν. Ἀν. 4.4, 11· - [[διαφεύγω]] τὴν προσοχὴν ἢ τὴν μνήμην, πολλὰ ἡμῖν παρέρρει Πλάτ. Νόμ. 781Α· μετ’ αἰτ., πολλὰ παρερρύηκεν ἡμᾶς Κλήμ. Ἀλ. 324· ἀπολ., εἴ τι παραρρυὲν λάθῃ Λουκ. Διάλεξις πρὸς Ἡσίοδ. 5· φιλοσοφίαν καὶ ῥητορικὴν παρερρυηκυίας, ἐκλιπούσας ἐκ τῆς μνήμης, Γεωπον. ἐν τῷ Προοιμ. 4. 2) ἐπὶ προσώπων, μαίνεταί τε καὶ παραρρεῖ τῶν φρενῶν, χάνει τὰς φρένας, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ., 1. 6, ἴδε ἐν λέξει [[ἐκπλέω]]· - [[ὡσαύτως]] ἀμελῶ, παραμελῶ, παραρρυῆναι τῆς ἀληθείας Κλήμ. Ἀλεξανδρ. 288, πρβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. β΄, 2. 1. ΙΙΙ. ῥέων [[παρέρχομαι]], ῥέω [[παρά]] τι χωρὶς νὰ [[παραμένω]], ἐν τοῖς πυρετοῖς διδόναι δεὶ τὸ [[ποτὸν]] [[πολλάκις]] καὶ κατ’ ὀλίγον· τὸ μὲν γὰρ πολὺ παραρρεῖ, τὸ δὲ ὀλίγον μὲν [[πολλάκις]] δὲ διαβρέχει καὶ εἰς τὰς σάρκας χωρεῖ Ἀριστ. Προβλ. 1. 55· τῆς τροφῆς εἰσιούσης σπάνιόν τι εἰς τὴν ἀρτηρίαν παραρρεῖ, πλαγίως εἰσρέει, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 6· μεταφορ., λόγοι ψευδεῖς παρερρυήκασι πρὸς ὑμᾶς Δημ. 170.25, πρβλ. Πλούτ. 3. 969Ε. IV. φωναὶ σαθραὶ καὶ παρερρυηκυῖαι, σαθραὶ καὶ συγκεχυμέναι, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 66 (εἰ μὴ [[ἀναγνωστέον]], παρερρωγυῖαι· ἴδε [[παραρρήγνυμι]] ΙΙ. 2).
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-ρρέω voorbijstromen, langs... stromen, met acc. en abs. wegglijden; met dat. ontvallen, overdr. ontgaan:; πολλὰ ὑμῖν παρέρρει vele zaken gingen langs jullie heen Plat. Lg. 781a; overdr., van pers., abs. wegdrijven, uit de koers raken:; μήποτε παραρυῶμεν opdat wij nooit de weg kwijt raken NT Hebr. 2.1;
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj