προήκης: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης, ες:<br />qui s'allonge <i>ou</i> se termine en pointe.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀκή]].
|btext=ης, ες:<br />qui s'allonge <i>ou</i> se termine en pointe.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀκή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προήκης''': -ες, (ἀκὴ) ὁ προτεταμένος καὶ προέχων τῆς [[νεώς]], ἐπὶ κώπης, [[ἐπεὶ]] οὐκέτ’ ἐρετμὰ προήκεα χερσὶν ἔπειγον Ὀδ. Μ. 205.
|elnltext=προήκης -ες [πρό, ἀκή] in een punt uitlopend.
}}
{{elru
|elrutext='''προήκης:''' [[заостренный спереди]], [[остроконечный]] (ἐρετμά Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''προήκης:''' -ες, ([[ἀκή]]), αυτός που έχει προβεβλημένη ή προεξέχουσα [[αιχμή]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''προήκης:''' -ες, ([[ἀκή]]), αυτός που έχει προβεβλημένη ή προεξέχουσα [[αιχμή]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προήκης:''' [[заостренный спереди]], [[остроконечный]] (ἐρετμά Hom.).
|lstext='''προήκης''': -ες, (ἀκὴ) ὁ προτεταμένος καὶ προέχων τῆς [[νεώς]], ἐπὶ κώπης, [[ἐπεὶ]] οὐκέτ’ ἐρετμὰ προήκεα χερσὶν ἔπειγον Ὀδ. Μ. 205.
}}
{{elnl
|elnltext=προήκης -ες [πρό, ἀκή] in een punt uitlopend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προ-ήκης, ες [ἀκή]<br />[[pointed]] in [[front]], Od.
|mdlsjtxt=προ-ήκης, ες [ἀκή]<br />[[pointed]] in [[front]], Od.
}}
}}

Revision as of 21:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προήκης Medium diacritics: προήκης Low diacritics: προήκης Capitals: ΠΡΟΗΚΗΣ
Transliteration A: proḗkēs Transliteration B: proēkēs Transliteration C: proikis Beta Code: proh/khs

English (LSJ)

ες, (ἀκή A) pointed, ἐρετμά Od.12.205.

German (Pape)

[Seite 723] ες, vorn zugespitzt, ἐρετμά, Od. 12, 205; Andere erkl. es προὔχων, vorragend.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui s'allonge ou se termine en pointe.
Étymologie: πρό, ἀκή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προήκης -ες [πρό, ἀκή] in een punt uitlopend.

Russian (Dvoretsky)

προήκης: заостренный спереди, остроконечный (ἐρετμά Hom.).

English (Autenrieth)

ες (ἀκή): sharp in front, with sharp blades, Od. 12.205†.

Greek Monolingual

-όηκες, Α προήκω
(για κουπί) αυτό που είναι προτεταμένο και προεξέχει του πλοίου.

Greek Monotonic

προήκης: -ες, (ἀκή), αυτός που έχει προβεβλημένη ή προεξέχουσα αιχμή, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

προήκης: -ες, (ἀκὴ) ὁ προτεταμένος καὶ προέχων τῆς νεώς, ἐπὶ κώπης, ἐπεὶ οὐκέτ’ ἐρετμὰ προήκεα χερσὶν ἔπειγον Ὀδ. Μ. 205.

Middle Liddell

προ-ήκης, ες [ἀκή]
pointed in front, Od.