πολύθεος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />aux nombreuses divinités.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θεός]].
|btext=ος, ον :<br />aux nombreuses divinités.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θεός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολύθεος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς πολλοὺς θεούς, ὁ ἔχων πολλοὺς θεούς, [[ἕδρα]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 424· [[ἐκκλησία]] πολυθεωτάτη, ἐκ πολλῶν θεῶν, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 14· ― [[δόξα]] π., ἡ [[πολυθεΐα]], μνημονεύεται· ἐκ τοῦ Φίλωνος· ἡ π. τῶν Ἑλλήνων [[πλάνη]] Ἰω. Δαμασκ.· κλπ. Ἐπίρρ. -ως, Γρηγ. Ναζ. Ὁμιλ. 37. 611C, 3.
|elnltext=πολύθεος -ον [πολύς, θεός] van veel goden;. πολυθεωτάτη γὰρ... ἡ ἐκκλησία want de vergadering zit tjokvol goden Luc. 21.14.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύθεος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[принадлежащий многим богам]] (ἕδραι Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[состоящий из множества богов]]: [[ἐκκλησία]] πολυθεωτάτη Luc. чрезвычайно многолюдное собрание богов.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολύθεος:''' -ον, αυτός που προέρχεται ή ανήκει σε πολλούς θεούς, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πολύθεος:''' -ον, αυτός που προέρχεται ή ανήκει σε πολλούς θεούς, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολύθεος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[принадлежащий многим богам]] (ἕδραι Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[состоящий из множества богов]]: [[ἐκκλησία]] πολυθεωτάτη Luc. чрезвычайно многолюдное собрание богов.
|lstext='''πολύθεος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς πολλοὺς θεούς, ὁ ἔχων πολλοὺς θεούς, [[ἕδρα]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 424· [[ἐκκλησία]] πολυθεωτάτη, ἐκ πολλῶν θεῶν, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 14· ― [[δόξα]] π., ἡ [[πολυθεΐα]], μνημονεύεται· ἐκ τοῦ Φίλωνος· ἡ π. τῶν Ἑλλήνων [[πλάνη]] Ἰω. Δαμασκ.· κλπ. Ἐπίρρ. -ως, Γρηγ. Ναζ. Ὁμιλ. 37. 611C, 3.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύθεος -ον [πολύς, θεός] van veel goden;. πολυθεωτάτη γὰρ... ἡ ἐκκλησία want de vergadering zit tjokvol goden Luc. 21.14.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-θεος, ον,<br />of or belonging to [[many]] gods, Aesch.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-θεος, ον,<br />of or belonging to [[many]] gods, Aesch.
}}
}}

Revision as of 21:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύθεος Medium diacritics: πολύθεος Low diacritics: πολύθεος Capitals: ΠΟΛΥΘΕΟΣ
Transliteration A: polýtheos Transliteration B: polytheos Transliteration C: polytheos Beta Code: polu/qeos

English (LSJ)

ον, A of or belonging to many gods, ἕδρα A.Supp.424 (lyr.); ἐκκλησία Luc.JTr.14 (Sup.). II believing in many gods, Procop.Arc.11; δόξα π. polytheism, Ph.1.41, al. III consisting of many gods, θίασος, στῖφος, ib.609,426.

German (Pape)

[Seite 663] von vielen Göttern; ἕδραι, Aesch. Suppl. 419; ἐκκλησία πολυθεωτάτη, Luc. Iov. Trag. 14. – Auch der viele Götter annimmt, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreuses divinités.
Étymologie: πολύς, θεός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύθεος -ον [πολύς, θεός] van veel goden;. πολυθεωτάτη γὰρ... ἡ ἐκκλησία want de vergadering zit tjokvol goden Luc. 21.14.

Russian (Dvoretsky)

πολύθεος:
1) принадлежащий многим богам (ἕδραι Aesch.);
2) состоящий из множества богов: ἐκκλησία πολυθεωτάτη Luc. чрезвычайно многолюдное собрание богов.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύθεος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολλούς θεούς (α. «πολύθεη θρησκεία» β. «μηδ' ἴδῃς μ' ἐξ ἑδρῶν πολυθέων ῥυσιασθεῖσαν», Αισχύλ.)
2. αυτός που ανήκει σε πολλούς θεούς («πολυθεοτάτη γάρ, ὡς ὁρᾷς, ἡ ἐκκλησία», Λουκιαν.)
3. αυτός που πιστεύει σε πολλούς θεούς, πολυθεϊστής
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς θεούς («πολύθεος θίασος», Φίλ.)
2. φρ. «δόξα πολύθεος» — η πολυθεΐα.
επίρρ...
πολυθέως, ΜΑ
κατά τρόπο πολυθεϊστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + θεός (πρβλ. ισό-θεος)].

Greek Monotonic

πολύθεος: -ον, αυτός που προέρχεται ή ανήκει σε πολλούς θεούς, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύθεος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς πολλοὺς θεούς, ὁ ἔχων πολλοὺς θεούς, ἕδρα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 424· ἐκκλησία πολυθεωτάτη, ἐκ πολλῶν θεῶν, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 14· ― δόξα π., ἡ πολυθεΐα, μνημονεύεται· ἐκ τοῦ Φίλωνος· ἡ π. τῶν Ἑλλήνων πλάνη Ἰω. Δαμασκ.· κλπ. Ἐπίρρ. -ως, Γρηγ. Ναζ. Ὁμιλ. 37. 611C, 3.

Middle Liddell

πολύ-θεος, ον,
of or belonging to many gods, Aesch.