σκολιόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />à la chevelure bouclée.<br />'''Étymologie:''' [[σκολιός]], [[θρίξ]].
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />à la chevelure bouclée.<br />'''Étymologie:''' [[σκολιός]], [[θρίξ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκολιόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κόμην ἑλικτήν, βοστρυχώδη, «σγουράν», Νόνν. Δ. 15. 137· ὁ ἔχων φύλλα οὖλα, «σγουρωτά», [[ἄκανθα]] Ἀνθ. Π. 4. 1, 37.
|elnltext=σκολιόθριξ -τριχος [σκολιός, θρίξ] als adj. met gekruld haar, d.w.z. met gekruld loof.
}}
{{elru
|elrutext='''σκολιόθριξ:''' τρῐχος adj. досл. курчавый, кудрявый, перен. с завитыми листьями (ἀκάνθη Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σκολιόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει σγουρά μαλλιά ή σγουρό [[φύλλωμα]], [[κατσαρός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σκολιόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει σγουρά μαλλιά ή σγουρό [[φύλλωμα]], [[κατσαρός]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκολιόθριξ:''' τρῐχος adj. досл. курчавый, кудрявый, перен. с завитыми листьями (ἀκάνθη Anth.).
|lstext='''σκολιόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κόμην ἑλικτήν, βοστρυχώδη, «σγουράν», Νόνν. Δ. 15. 137· ὁ ἔχων φύλλα οὖλα, «σγουρωτά», [[ἄκανθα]] Ἀνθ. Π. 4. 1, 37.
}}
{{elnl
|elnltext=σκολιόθριξ -τριχος [σκολιός, θρίξ] als adj. met gekruld haar, d.w.z. met gekruld loof.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=with curled [[hair]] or leaves, Anth.
|mdlsjtxt=with curled [[hair]] or leaves, Anth.
}}
}}

Revision as of 22:03, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολιόθριξ Medium diacritics: σκολιόθριξ Low diacritics: σκολιόθριξ Capitals: ΣΚΟΛΙΟΘΡΙΞ
Transliteration A: skolióthrix Transliteration B: skoliothrix Transliteration C: skoliothriks Beta Code: skolio/qric

English (LSJ)

-τριχος, ὁ, ἡ, with curled hair, Nonn. D. 15.137; with crisp leaves, ἄκανθα AP 4.1.37 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 901] τριχος, krumm-, kraushaarig, krausblätterig, ἀκάνθη, Mel. 1, 37 (IV, 1).

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
à la chevelure bouclée.
Étymologie: σκολιός, θρίξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκολιόθριξ -τριχος [σκολιός, θρίξ] als adj. met gekruld haar, d.w.z. met gekruld loof.

Russian (Dvoretsky)

σκολιόθριξ: τρῐχος adj. досл. курчавый, кудрявый, перен. с завитыми листьями (ἀκάνθη Anth.).

Greek Monolingual

-τριχος, ὁ, ἡ, ΜΑ
σγουρομάλλης
αρχ.
(για φυτά) αυτός που έχει κατσαρά φύλλα («σκολιότριχος ἄνθος ἀκάνθης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «καμπύλος» + θρίξ, τριχός].

Greek Monotonic

σκολιόθριξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει σγουρά μαλλιά ή σγουρό φύλλωμα, κατσαρός, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

σκολιόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κόμην ἑλικτήν, βοστρυχώδη, «σγουράν», Νόνν. Δ. 15. 137· ὁ ἔχων φύλλα οὖλα, «σγουρωτά», ἄκανθα Ἀνθ. Π. 4. 1, 37.

Middle Liddell

with curled hair or leaves, Anth.