σκελετώδης: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης, ες:<br />semblable à un squelette.<br />'''Étymologie:''' [[σκελετός]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />semblable à un squelette.<br />'''Étymologie:''' [[σκελετός]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκελετώδης''': ες. ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς ἀπεξηραμμένον ἢ τεταριχευμένον [[σῶμα]], [[ὅμοιος]] πρὸς «μομμίαν», Λουκ. π. Ὀρχ. 75, Ἐρωτιαν.
|elnltext=σκελετώδης -ες [σκελετός] skelet-achtig. Luc. 45.75.
}}
{{elru
|elrutext='''σκελετώδης:''' [[похожий на мумию]] Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σκελετώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με [[μούμια]], [[σκελετωμένος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''σκελετώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με [[μούμια]], [[σκελετωμένος]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκελετώδης:''' [[похожий на мумию]] Luc.
|lstext='''σκελετώδης''': ες. ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς ἀπεξηραμμένον ἢ τεταριχευμένον [[σῶμα]], [[ὅμοιος]] πρὸς «μομμίαν», Λουκ. π. Ὀρχ. 75, Ἐρωτιαν.
}}
{{elnl
|elnltext=σκελετώδης -ες [σκελετός] skelet-achtig. Luc. 45.75.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκελετ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like a [[mummy]], Luc.
|mdlsjtxt=σκελετ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like a [[mummy]], Luc.
}}
}}

Revision as of 22:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκελετώδης Medium diacritics: σκελετώδης Low diacritics: σκελετώδης Capitals: ΣΚΕΛΕΤΩΔΗΣ
Transliteration A: skeletṓdēs Transliteration B: skeletōdēs Transliteration C: skeletodis Beta Code: skeletw/dhs

English (LSJ)

ες, like a dried corpse, Luc.Salt.75, Erot. s.v. σκελιφρούς.

German (Pape)

[Seite 891] ες, von der Art, dem Ansehen, der Farbe eines ausgetrockneten Körpers, Luc. de salt. 75.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
semblable à un squelette.
Étymologie: σκελετός, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκελετώδης -ες [σκελετός] skelet-achtig. Luc. 45.75.

Russian (Dvoretsky)

σκελετώδης: похожий на мумию Luc.

Greek Monolingual

-ες, ΝΑ σκελετός
νεοελλ.
αυτός που είναι πολύ αδύνατος, όμοιος με σκελετό, σκελετωμένος, κάτισχνος
αρχ.
όμοιος με αποξηραμένο ή με ταριχευμένο πτώμα, με μούμια.
επίρρ...
σκελετωδώς Ν
με σκελετώδη τρόπο.

Greek Monotonic

σκελετώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με μούμια, σκελετωμένος, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

σκελετώδης: ες. (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ἀπεξηραμμένον ἢ τεταριχευμένον σῶμα, ὅμοιος πρὸς «μομμίαν», Λουκ. π. Ὀρχ. 75, Ἐρωτιαν.

Middle Liddell

σκελετ-ώδης, ες εἶδος
like a mummy, Luc.