σιωπητέος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[σιωπάω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[σιωπάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σιωπητέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει τις νὰ παρέλθῃ ἐν σιωπῇ, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 35. ΙΙ. σιωπητέον, πρέπει τις νὰ παρέλθῃ ἐν σιωπῇ, [[αὐτόθι]] 6.
|elnltext=σιωπητέος -α -ον [σιωπάω] waarover gezwegen moet worden.
}}
{{elru
|elrutext='''σιωπητέος:''' Luc. adj. verb. к [[σιωπάω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σιωπητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[σιωπάω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να αποσιωπηθεί, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>σιωπητέον</i>, [[κάτι]] που πρέπει να αποσιωπηθεί, στον ίδ.
|lsmtext='''σιωπητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[σιωπάω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να αποσιωπηθεί, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>σιωπητέον</i>, [[κάτι]] που πρέπει να αποσιωπηθεί, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σιωπητέος:''' Luc. adj. verb. к [[σιωπάω]].
|lstext='''σιωπητέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει τις νὰ παρέλθῃ ἐν σιωπῇ, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 35. ΙΙ. σιωπητέον, πρέπει τις νὰ παρέλθῃ ἐν σιωπῇ, [[αὐτόθι]] 6.
}}
{{elnl
|elnltext=σιωπητέος -α -ον [σιωπάω] waarover gezwegen moet worden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σιωπητέος]], η, ον, verb. adj. of [[σιωπάω]]<br /><b class="num">I.</b> to be passed [[over]] in [[silence]], Luc.<br /><b class="num">II.</b> σιωπητέον, one must [[pass]] [[over]] in [[silence]], Luc.
|mdlsjtxt=[[σιωπητέος]], η, ον, verb. adj. of [[σιωπάω]]<br /><b class="num">I.</b> to be passed [[over]] in [[silence]], Luc.<br /><b class="num">II.</b> σιωπητέον, one must [[pass]] [[over]] in [[silence]], Luc.
}}
}}

Revision as of 22:06, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐωπητέος Medium diacritics: σιωπητέος Low diacritics: σιωπητέος Capitals: ΣΙΩΠΗΤΕΟΣ
Transliteration A: siōpētéos Transliteration B: siōpēteos Transliteration C: siopiteos Beta Code: siwphte/os

English (LSJ)

α, ον, A to be passed over in silence, Luc.Hist. Conscr.27. II σιωπητέον, one must pass over in silence, ib.6.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de σιωπάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιωπητέος -α -ον [σιωπάω] waarover gezwegen moet worden.

Russian (Dvoretsky)

σιωπητέος: Luc. adj. verb. к σιωπάω.

Greek Monotonic

σιωπητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του σιωπάω·
I. αυτός που πρέπει να αποσιωπηθεί, σε Λουκ.
II. σιωπητέον, κάτι που πρέπει να αποσιωπηθεί, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

σιωπητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει τις νὰ παρέλθῃ ἐν σιωπῇ, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 35. ΙΙ. σιωπητέον, πρέπει τις νὰ παρέλθῃ ἐν σιωπῇ, αὐτόθι 6.

Middle Liddell

σιωπητέος, η, ον, verb. adj. of σιωπάω
I. to be passed over in silence, Luc.
II. σιωπητέον, one must pass over in silence, Luc.