στήμων: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ονος (ὁ) :<br />chaîne de tisserand.<br />'''Étymologie:''' R. Στα, se tenir debout ; cf. [[ἵστημι]], cf. <i>lat.</i> stamen.
|btext=ονος (ὁ) :<br />chaîne de tisserand.<br />'''Étymologie:''' R. Στα, se tenir debout ; cf. [[ἵστημι]], cf. <i>lat.</i> stamen.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στήμων''': -ονος, , (ἵστημι) τὸ «στημόνι» ἐν τῷ ἀρχαίῳ ἱστῷ ἐν ᾧ ὁ ὑφαίνων ἵστατο [[ὄρθιος]] ἀντὶ νὰ κάθηται (τὸ δὲ «ὑφάδι» καλεῖται [[κρόκη]], ἴδε τὴν λέξ.), στήμονι δ’ ἐν παυρῷ πολλὴν [[κρόκα]] μηρύσασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 536· ἄττεσθαι Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 5· ἀκλώστους στ. Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 53· πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 281Α, 282D, Κρατ. 388Β. ΙΙ. κλωστή, [[νῆμα]], στ. νεῖν Βατραχομ. 183, Ἀριστοφ. Λυσ. 519, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 301· [[στήμων]] ἐξεσμένος, σκωπτικὸν [[ὄνομα]] ἀνθρώπου παραπολὺ ἰσχνοῦ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 684.
|elnltext=στήμων -ονος, ὁ, Dor. στᾱ́μων [~ στάμνος] schering (bij een rechtopstaand weefgetouw loodrecht naar beneden hangend). uitbr. draad.
}}
{{elru
|elrutext='''στήμων:''' ονος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ткацкая основа]] Hes., Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[ткань]] Batr., Arph., Men.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στήμων:''' -ονος, ὁ ([[στῆναι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[στημόνι]] στον αρχαίο αργαλειό που, όταν ύφαινε ο [[υφαντής]] έπρεπε να στέκεται όρθιος, σε Ησίοδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[κλωστή]], [[νήμα]], σε Βάβρ.
|lsmtext='''στήμων:''' -ονος, ὁ ([[στῆναι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[στημόνι]] στον αρχαίο αργαλειό που, όταν ύφαινε ο [[υφαντής]] έπρεπε να στέκεται όρθιος, σε Ησίοδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[κλωστή]], [[νήμα]], σε Βάβρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στήμων:''' ονος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ткацкая основа]] Hes., Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[ткань]] Batr., Arph., Men.
|lstext='''στήμων''': -ονος, , (ἵστημι) τὸ «στημόνι» ἐν τῷ ἀρχαίῳ ἱστῷ ἐν ᾧ ὁ ὑφαίνων ἵστατο [[ὄρθιος]] ἀντὶ νὰ κάθηται (τὸ δὲ «ὑφάδι» καλεῖται [[κρόκη]], ἴδε τὴν λέξ.), στήμονι δ’ ἐν παυρῷ πολλὴν [[κρόκα]] μηρύσασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 536· ἄττεσθαι Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 5· ἀκλώστους στ. Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 53· πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 281Α, 282D, Κρατ. 388Β. ΙΙ. κλωστή, [[νῆμα]], στ. νεῖν Βατραχομ. 183, Ἀριστοφ. Λυσ. 519, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 301· [[στήμων]] ἐξεσμένος, σκωπτικὸν [[ὄνομα]] ἀνθρώπου παραπολὺ ἰσχνοῦ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 684.
}}
{{elnl
|elnltext=στήμων -ονος, ὁ, Dor. στᾱ́μων [~ στάμνος] schering (bij een rechtopstaand weefgetouw loodrecht naar beneden hangend). uitbr. draad.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 22:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στήμων Medium diacritics: στήμων Low diacritics: στήμων Capitals: ΣΤΗΜΩΝ
Transliteration A: stḗmōn Transliteration B: stēmōn Transliteration C: stimon Beta Code: sth/mwn

English (LSJ)

Dor. στάμων [ᾱ] AP6.160.6 (Antip. Sid.), ονος, ὁ: (ἵστημι, cf. στῆσαι τὸν σ. Poll.7.32):—the A warp in the upright loom, στήμονι δ' ἐν παύρῳ πολλὴν κρόκα μηρύσασθαι Hes.Op.538; ἄττεσθαι Hermipp.2; ἀκλώστους σ. Pl.Com.221; κρόκη καὶ σ. PLille 6.12 (iii B.C.); ξύλων . . στήμονα ἐχόντων τοὺς κάλους laths with the cords as their warp (so as to form mats), Apollod.Poliorc.169.7; cf. Pl.Plt.281a,282d, Cra.388b, Orph.Fr.33. 2 pl., in woodwork, dub. sens., of parts of a ceiling, Inscr.Délos 504 A 6,9,10 (iii B.C.). II thread, σ. ἔνης α Batr.183, cf. Ar.Lys.519, Men.892; προσεμβαλόντες σ. καινόν PCair.Zen.423.10 (iii B.C.), cf. 484.14 (dub. sens.); στήμονος ἡμιμναῖον PEnteux.31.4 (iii B.C.); φαντασίαι . . οἷον τριχῶν ἢ κρόκης ἢ στήμονος Gal.18(2).73; οἱ σ. οἱ ἑψόμενοι Thphr.Ign.43; σ. ἐξεσμένος, nickname of a very thin person, 'threadpaper', Ar.Fr. 728; strand in torsion engine, Ph.Bel.58.19: metaph., ἐκ σαπροῦ κρεμάμενοι σ. Plu.Phoc.30.

German (Pape)

[Seite 942] ονος, ὁ, der Aufzug am stehenden, senkrechten Webstuhl der Alten, an welchem der Weber bei der Arbeit stand, die Kette, Hes. O. 540; στήμονα νεῖν, Ar. Lys. 519, Ggstz κρόκη, der Einschlag, Plat. Polit. 281 a Crat. 388 b. – Eben so am Flechtwerke die Stäbe, um welche die dünnen Ruthen geschlagen werden, Mathem. vett.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
chaîne de tisserand.
Étymologie: R. Στα, se tenir debout ; cf. ἵστημι, cf. lat. stamen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στήμων -ονος, ὁ, Dor. στᾱ́μων [~ στάμνος] schering (bij een rechtopstaand weefgetouw loodrecht naar beneden hangend). uitbr. draad.

Russian (Dvoretsky)

στήμων: ονος ὁ
1) ткацкая основа Hes., Plat., Arst.;
2) ткань Batr., Arph., Men.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. στάμων Α
βλ. στήμονας.

Greek Monotonic

στήμων: -ονος, ὁ (στῆναι),
I. στημόνι στον αρχαίο αργαλειό που, όταν ύφαινε ο υφαντής έπρεπε να στέκεται όρθιος, σε Ησίοδ., Πλάτ.
II. κλωστή, νήμα, σε Βάβρ.

Greek (Liddell-Scott)

στήμων: -ονος, ὁ, (ἵστημι) τὸ «στημόνι» ἐν τῷ ἀρχαίῳ ἱστῷ ἐν ᾧ ὁ ὑφαίνων ἵστατο ὄρθιος ἀντὶ νὰ κάθηται (τὸ δὲ «ὑφάδι» καλεῖται κρόκη, ἴδε τὴν λέξ.), στήμονι δ’ ἐν παυρῷ πολλὴν κρόκα μηρύσασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 536· ἄττεσθαι Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 5· ἀκλώστους στ. Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 53· πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 281Α, 282D, Κρατ. 388Β. ΙΙ. κλωστή, νῆμα, στ. νεῖν Βατραχομ. 183, Ἀριστοφ. Λυσ. 519, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 301· στήμων ἐξεσμένος, σκωπτικὸν ὄνομα ἀνθρώπου παραπολὺ ἰσχνοῦ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 684.

Frisk Etymological English

-ονος
Grammatical information: m.
Meaning: the warp in the upright loom, thread, also of a single thread (Hes.).
Other forms: Dor. -ά- AP.
Compounds: Some compp., e.g. στημονο-νητικη τέχνη the art of spinning (Pl.; Chantraine Études 137), χρυσο-στήμων with golden threads, goldstitched (Lyd.); with old transition in the o-stems στημο-ρραγέω to be unraveled into threads (A.), μανό-στημος with thin warp (A.)
Derivatives: Dimin. στημόν-ιον (Arist.), -ίας κίκιννος thread-like curl (Cratin.), -ικός belonging to the warp (pap. IIIp), -ώδης warp-like (Plu.), -ίζομαι the thread for pulling up the warp (Arist.). Besides στημν-ίον yarn, (weaving-)thread (Delos IIIa, hell. pap.), cf. λιμέν-ιον: λίμνη a.o. (Schwyzer 524); with loss of the ν: στημ-ίον (late pap.).
Origin: IE [Indo-European] [1004, 1007] *steh₂- stand
Etymology: Old des. of an old notion, except to the gender formally and in meaning identical with Lat. stāmen n. Besides, in meaning deviating, στῆμα n. des. of an apparatus (Hero), the exterior part of the membrum virile (Ruf., Poll.), Skt. sthā́man- n. standing-place, Goth. stomin (dat.) = Gr. ὑπόστασις, OSwed. stomme from *stōme m. scaffolding, frame, Lith. stomuõ, gen. -meñs body- hape, stature; all from IE *steh₂-m(e/o)n-; s. on ἵστημι. -- With ō-ablaut στώμιξ δοκὶς ξυλίνη H. (also Lith. stuomuõ?) with formation like Russ. dial. stamík supporting beam, steep rock etc.. With zero grade στάμνοςTemplate:(?) s. v. and σταμῖνες. --WP. 2, 606f., Pok. 1007f., W.-Hofmann, Fraenkel and Vasmer s. vv. (w. lit.); cf. v. Windekens Orbis 12, 193.

Middle Liddell

στήμων, ονος, ὁ, στῆναι
I. the warp in the ancient upright loom, Hes., Plat.
II. a thread, Batr.

Frisk Etymology German

στήμων: (dor. -ά- AP), -ονος
{stḗmōn}
Grammar: m.
Meaning: der Aufzug an dem aufrecht stehenden Webstuhl, Kette, auch vom einzelnen Faden (seit Hes.).
Composita: Einige Kompp., z.B. στημονονητικὴ τέχνη die Kunst des Spinnens (Pl.; Chantraine Études 137), χρυσοστήμων mit goldenen Fäden, goldgestickt (Lyd.); mit altem Übergang in die o-Stämme στημορραγέω sich fadenweise auflösen (A.), μανόστημος mit dünnem Aufzug (A.)
Derivative: Davon das Demin. στημόνιον (Arist.), -ίας κίκιννος fadenähnliche Locke (Kratin.), -ικός zum Aufzug gehörig (Pap. IIIp), -ώδης aufzugähnlich (Plu.), -ίζομαι die Fäden zum Aufzug aufziehen (Arist.). Daneben στημνίον Garn, Zwirn, Weberfaden (Delos IIIa, hell. Pap.), vgl. λιμένιον: λίμνη u.a. (Schwyzer 524); mit Schwund des ν: στημίον (sp. Pap.).
Etymology: Alte Bez. eines alten Begriffs, bis auf das Genus mit lat. stāmen n. formal und begrifflich identisch. Daneben, in der Bed. abweichend, στῆμα n. Ben. einer Vorrichtung (Hero). der vorstehende Teil des membrum virile (Ruf., Poll.), aind. sthā́man- n. Standort, got. stomin (Dat.) = gr. ὑπόστασις, aschwed. stomme aus *stōme m. Gestell, Gerippe, lit.stomuõ, Gen. -meñs Körperwuchs, Statur; alles aus idg. *st(h)ā-m(e/o)n-; s. zu ἵστημι. — Mit ō-Abtönung στώμιξ· δοκὶς ξυλίνη H. (auch lit. stuomuõ?) mit Bildung wie russ. dial. stamík Stützbalken, steiler Felsen. Mit Tiefstufe στάμνος; s. d. und σταμῖνες. —WP. 2, 606f., Pok. 1007f., W.-Hofmann, Fraenkel und Vasmer s. vv. (m. Lit.); dazu v. Windekens Orbis 12, 193.
Page 2,796