συναναπείθω: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=persuader en même temps : τινα qqn ; τινα ποιεῖν [[τι]] THC qqn de faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀναπείθω]].
|btext=persuader en même temps : τινα qqn ; τινα ποιεῖν [[τι]] THC qqn de faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀναπείθω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συναναπείθω''': [[ἀναπείθω]] [[ὁμοῦ]], τινὰς ποιεῖν τι Θουκ. 6. 88, Ἰσοκρ. 50Α˙ τινὰ Πλουτ. Ποπλ. 21.
|elnltext=συν-αναπείθω helpen te overreden.
}}
{{elru
|elrutext='''συναναπείθω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[совместно уговаривать]], [[вместе убеждать]] (τινὰ ποιεῖν τι Thuc., Isocr.);<br /><b class="num">2)</b> [[внушать]] ([[δόξαν]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συναναπείθω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[βοηθώ]] στο να πεισθεί [[κάποιος]], [[καταπείθω]], <i>τινὰ ποιεῖν τι</i>, σε Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''συναναπείθω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[βοηθώ]] στο να πεισθεί [[κάποιος]], [[καταπείθω]], <i>τινὰ ποιεῖν τι</i>, σε Θουκ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συναναπείθω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[совместно уговаривать]], [[вместе убеждать]] (τινὰ ποιεῖν τι Thuc., Isocr.);<br /><b class="num">2)</b> [[внушать]] ([[δόξαν]] Plut.).
|lstext='''συναναπείθω''': [[ἀναπείθω]] [[ὁμοῦ]], τινὰς ποιεῖν τι Θουκ. 6. 88, Ἰσοκρ. 50Α˙ τινὰ Πλουτ. Ποπλ. 21.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-αναπείθω helpen te overreden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[assist]] in persuading, τινὰ ποιεῖν τι Thuc., etc.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[assist]] in persuading, τινὰ ποιεῖν τι Thuc., etc.
}}
}}

Revision as of 22:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναπείθω Medium diacritics: συναναπείθω Low diacritics: συναναπείθω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΠΕΙΘΩ
Transliteration A: synanapeíthō Transliteration B: synanapeithō Transliteration C: synanapeitho Beta Code: sunanapei/qw

English (LSJ)

assist in persuading, τινὰς ποιεῖν τι Th.6.88, Isoc.4.46; τινα Plu. Publ.21.

German (Pape)

[Seite 1000] mit, zugleich bereden; Thuc. 6, 88; Isocr. 4, 46.

French (Bailly abrégé)

persuader en même temps : τινα qqn ; τινα ποιεῖν τι THC qqn de faire qch.
Étymologie: σύν, ἀναπείθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αναπείθω helpen te overreden.

Russian (Dvoretsky)

συναναπείθω:
1) совместно уговаривать, вместе убеждать (τινὰ ποιεῖν τι Thuc., Isocr.);
2) внушать (δόξαν Plut.).

Greek Monolingual

Α
μεταπείθω κάποιον από κοινού με άλλον («τοὺς ἄλλους διδόναι συναπείθει», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπείθω «μεταπείθω»].

Greek Monotonic

συναναπείθω: μέλ. -σω, βοηθώ στο να πεισθεί κάποιος, καταπείθω, τινὰ ποιεῖν τι, σε Θουκ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

συναναπείθω: ἀναπείθω ὁμοῦ, τινὰς ποιεῖν τι Θουκ. 6. 88, Ἰσοκρ. 50Α˙ τινὰ Πλουτ. Ποπλ. 21.

Middle Liddell

fut. σω
to assist in persuading, τινὰ ποιεῖν τι Thuc., etc.