τυτθός: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ός <i>ou poét.</i> ή, όν :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> petit ; <i>en parl. de pers.</i> tout enfant;<br /><b>II.</b> <i>adv.</i><br /><b>1</b> τυτθόν un peu, peu ; τυτθὸν [[ὀπίσσω]] IL un peu en arrière ; τυτθὸν φθεγξαμένη IL ayant parlé à voix basse;<br /><b>2</b> τυτθά en petits morceaux : τυτθὰ διατμῆξαι OD couper menu;<br /><b>3</b> τυτθόν <i>ou</i> τυτθά petitement, difficilement : τυτθὸν [[ἔγχος]] ἀλεύεσθαι IL éviter de peu une javeline.<br />'''Étymologie:''' dim. du th. pron. το-.
|btext=ός <i>ou poét.</i> ή, όν :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> petit ; <i>en parl. de pers.</i> tout enfant;<br /><b>II.</b> <i>adv.</i><br /><b>1</b> τυτθόν un peu, peu ; τυτθὸν [[ὀπίσσω]] IL un peu en arrière ; τυτθὸν φθεγξαμένη IL ayant parlé à voix basse;<br /><b>2</b> τυτθά en petits morceaux : τυτθὰ διατμῆξαι OD couper menu;<br /><b>3</b> τυτθόν <i>ou</i> τυτθά petitement, difficilement : τυτθὸν [[ἔγχος]] ἀλεύεσθαι IL éviter de peu une javeline.<br />'''Étymologie:''' dim. du th. pron. το-.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τυτθός''': -όν, [[προσέτι]] καὶ ή, όν· ― [[μικρός]], [[νέος]], παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων, ὅ μ’ ἔτρεφε τυτθὸν ἐοῦσαν Ἰλ. Χ. 480 τόν γ’ ἔθρεψε δόμοις ἔνι τυτθὸν ἐόντα, ἐν ᾧ ἀκόμη ἦτο [[μικρός]], Λ. 223, πρβλ. Ὀδ. Α. 435, κλπ.· τυτθὸν ὄντ’ ἐν σπαργάνοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1606· αἱ [[μάλα]] τυτθαὶ Καλλ. εἰς Ἄρτ. 61· ― ἐπὶ ζῴων, ἀπτῆνα, τυτθὸν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 401· τ. [[θηρίον]] ἐντὶ [[μέλισσα]] Θεόκρ. 19. 5, κλπ.· ― ἐπὶ πραγμάτων, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 832, κλπ. ΙΙ. τυτθόν, ὡς ἐπίρρ., ὀλίγον, μικρόν, [[μάλιστα]] ἐπὶ τόπου, ἀνεχάζετο τυτθὸν [[ὀπίσσω]] Ἰλ. Ε. 443· [[ἠλεύατο]] τυτθὸν [[ἔγχος]] Ν. 185· τ. ἀποπρὸ νεῶν Η. 334· τ. ὑπεκπροθέων Φ. 604, πρβλ. Κ. 345· τ. ἐπ’ ἀκροτάτης κορυφῆς Ἡσ. Θ. 62· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ μέτρου ἢ βαθμοῦ, κοτύλην τις τ. ἐπέσχεν, ὀλίγον ὅσον μόνον νὰ γευθῇ τις, Ἰλ. Χ. 494· ἀπὸ τ. ἅμαρτεν Ρ. 609· τ. ἔτι ζώων, [[μόλις]] ἔτι ζῶν, Τ. 335, πρβλ. ΙΙ. 302· [[οὐδέ]] με τ. ἔτισεν Α. 354· τ. ἐδεύησεν, ὀλίγον ἐχρειάζετο, Ὀδ. Ι. 483· ― ἐπὶ τῆς φωνῆς χαμηλοφώνως, «σιγανά», ἡσύχως, τυτθὸν φθεγξαμένη Ἰλ. Ω. 170. 2) παρ’ ὀλίγον, [[μόλις]], [[σχεδόν]], Λατ. vix, aegré, [[ἠλεύατο]] [[ἔγχος]] τ. Ν. 185, Ρ. 305· τ. ὑπὲκ θανάτοιο φέρονται Ο. 628· οὕτω τυτθὰ ἐκφυγεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 564. ΙΙΙ. πληθ. τυτθά, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν ταῖς φράσεσι, τυτθὰ διατμήξας, κόψας εἰς μικρὰ κομμάτια, Ὀδ. Μ. 174· τυτθὰ βαλὼν κεάσαιμι [[αὐτόθι]] 388.
|elnltext=τυτθός -όν, ep. klein, jong:. Κισσῆς τόν γ’ ἔθρεψε... τυτθὸν ἐόντα Kisses bracht hem groot, toen hij nog klein was Il. 11.223. n. adv. een beetje:; ἀνεχάζετο τυτθὸν ὀπίσσω τυτθὸν ἀποπρὸ νεῶν een klein eindje van de schepen af Il. 7.334; τυτθὸν ἔτι ζώοντ’ nog maar een beetje levend Il. 19.335; ternauwernood:; τυτθὸν ὑπὲκ θανάτοιο φέρονται ternauwernood ontsnappen zij aan de dood Il. 15.628; plur. τυτθά in kleine stukjes.
}}
{{elru
|elrutext='''τυτθός:''' 2, редко 3 маленький, малолетний Hom.; крошечный ([[θηρίον]] Theocr.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''τυτθός:''' -όν, μεταγεν. επίσης <i>τυτθή</i>, <i>τυτθόν</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μικρός]], [[νέος]], λέγεται για [[παιδιά]], σε Όμηρ., Αισχύλ.· τυτθὸν [[θηρίον]], λέγεται για τη [[μέλισσα]], σε Θεόκρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>τυτθόν</i>, ως επίρρ., λίγο, σε Όμηρ.· τυτθὸς [[ἔτι]] ζώων, αναπνέοντας [[ακόμα]] λίγο, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τυτθὸς ἐδεύησεν</i>, χρειαζόταν λίγο, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τη [[φωνή]], χαμηλόφωνα, [[ήσυχα]], απαλά, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> παρ' [[ολίγον]], [[μόλις]], [[σχεδόν]], Λατ. [[vix]], στο ίδ.· ομοίως, ουδ. πληθ., στον Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> <i>τυτθὰ διατμῆξαι</i>, <i>κεάσαιμι</i>, [[κόβω]] σε μικρά κομμάτια, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''τυτθός:''' -όν, μεταγεν. επίσης <i>τυτθή</i>, <i>τυτθόν</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μικρός]], [[νέος]], λέγεται για [[παιδιά]], σε Όμηρ., Αισχύλ.· τυτθὸν [[θηρίον]], λέγεται για τη [[μέλισσα]], σε Θεόκρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>τυτθόν</i>, ως επίρρ., λίγο, σε Όμηρ.· τυτθὸς [[ἔτι]] ζώων, αναπνέοντας [[ακόμα]] λίγο, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τυτθὸς ἐδεύησεν</i>, χρειαζόταν λίγο, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τη [[φωνή]], χαμηλόφωνα, [[ήσυχα]], απαλά, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> παρ' [[ολίγον]], [[μόλις]], [[σχεδόν]], Λατ. [[vix]], στο ίδ.· ομοίως, ουδ. πληθ., στον Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> <i>τυτθὰ διατμῆξαι</i>, <i>κεάσαιμι</i>, [[κόβω]] σε μικρά κομμάτια, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τυτθός:''' 2, редко 3 маленький, малолетний Hom.; крошечный ([[θηρίον]] Theocr.).
|lstext='''τυτθός''': -όν, [[προσέτι]] καὶ ή, όν· ― [[μικρός]], [[νέος]], παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων, ὅ μ’ ἔτρεφε τυτθὸν ἐοῦσαν Ἰλ. Χ. 480 τόν γ’ ἔθρεψε δόμοις ἔνι τυτθὸν ἐόντα, ἐν ᾧ ἀκόμη ἦτο [[μικρός]], Λ. 223, πρβλ. Ὀδ. Α. 435, κλπ.· τυτθὸν ὄντ’ ἐν σπαργάνοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1606· αἱ [[μάλα]] τυτθαὶ Καλλ. εἰς Ἄρτ. 61· ― ἐπὶ ζῴων, ἀπτῆνα, τυτθὸν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 401· τ. [[θηρίον]] ἐντὶ [[μέλισσα]] Θεόκρ. 19. 5, κλπ.· ― ἐπὶ πραγμάτων, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 832, κλπ. ΙΙ. τυτθόν, ὡς ἐπίρρ., ὀλίγον, μικρόν, [[μάλιστα]] ἐπὶ τόπου, ἀνεχάζετο τυτθὸν [[ὀπίσσω]] Ἰλ. Ε. 443· [[ἠλεύατο]] τυτθὸν [[ἔγχος]] Ν. 185· τ. ἀποπρὸ νεῶν Η. 334· τ. ὑπεκπροθέων Φ. 604, πρβλ. Κ. 345· τ. ἐπ’ ἀκροτάτης κορυφῆς Ἡσ. Θ. 62· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ μέτρου ἢ βαθμοῦ, κοτύλην τις τ. ἐπέσχεν, ὀλίγον ὅσον μόνον νὰ γευθῇ τις, Ἰλ. Χ. 494· ἀπὸ τ. ἅμαρτεν Ρ. 609· τ. ἔτι ζώων, [[μόλις]] ἔτι ζῶν, Τ. 335, πρβλ. ΙΙ. 302· [[οὐδέ]] με τ. ἔτισεν Α. 354· τ. ἐδεύησεν, ὀλίγον ἐχρειάζετο, Ὀδ. Ι. 483· ― ἐπὶ τῆς φωνῆς χαμηλοφώνως, «σιγανά», ἡσύχως, τυτθὸν φθεγξαμένη Ἰλ. Ω. 170. 2) παρ’ ὀλίγον, [[μόλις]], [[σχεδόν]], Λατ. vix, aegré, [[ἠλεύατο]] [[ἔγχος]] τ. Ν. 185, Ρ. 305· τ. ὑπὲκ θανάτοιο φέρονται Ο. 628· οὕτω τυτθὰ ἐκφυγεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 564. ΙΙΙ. πληθ. τυτθά, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν ταῖς φράσεσι, τυτθὰ διατμήξας, κόψας εἰς μικρὰ κομμάτια, Ὀδ. Μ. 174· τυτθὰ βαλὼν κεάσαιμι [[αὐτόθι]] 388.
}}
{{elnl
|elnltext=τυτθός -όν, ep. klein, jong:. Κισσῆς τόν γ’ ἔθρεψε... τυτθὸν ἐόντα Kisses bracht hem groot, toen hij nog klein was Il. 11.223. n. adv. een beetje:; ἀνεχάζετο τυτθὸν ὀπίσσω τυτθὸν ἀποπρὸ νεῶν een klein eindje van de schepen af Il. 7.334; τυτθὸν ἔτι ζώοντ’ nog maar een beetje levend Il. 19.335; ternauwernood:; τυτθὸν ὑπὲκ θανάτοιο φέρονται ternauwernood ontsnappen zij aan de dood Il. 15.628; plur. τυτθά in kleine stukjes.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj