τυχηρός: Difference between revisions
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ά, όν :<br />fortuit, accidentel ; τὸ τυχηρόν le hasard ; τὰ τυχηρά les chances du hasard.<br />'''Étymologie:''' [[τύχη]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[τυχαῖος]]. | |btext=ά, όν :<br />fortuit, accidentel ; τὸ τυχηρόν le hasard ; τὰ τυχηρά les chances du hasard.<br />'''Étymologie:''' [[τύχη]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[τυχαῖος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=τυχηρός -ά -όν [τύχη] gelukkig, succesrijk:; χορηγία τυχηρά succesvolle regie Aristot. Pol. 1295a28; adv. τυχηρῶς op succesvolle wijze:. ἀγαγεῖν τυχηρῶς τὰ κατ’ ἀγροὺς Διονύσια op succesvolle wijze de landelijke Dionysusfeesten vieren Aristoph. Ach. 250. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τῠχηρός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[случайный]] (ἀγαθά Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[счастливый]], [[преуспевающий]] (sc. [[ἀνήρ]] Aesch.): [[φύσις]] τ. Arst. счастливые природные данные. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''τῠχηρός:''' -ά, -όν, [[τυχερός]], που έχει [[τύχη]], σε Αισχύλ.· επίρρ. [[τυχηρῶς]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''τῠχηρός:''' -ά, -όν, [[τυχερός]], που έχει [[τύχη]], σε Αισχύλ.· επίρρ. [[τυχηρῶς]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''τῡχηρός''': -ά, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων τύχην, κοινῶς «τυχερός», Αἰσχύλ. Ἀγ. 464, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 1. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 2 0, Θεσμ. 305. 2) κατὰ τύχην, [[τυχαῖος]], [[πάθη]] Διον. Ἁλ. 7. 68· τὰ τυχηρὰ ἀγαθά, τὰ τῆς τύχης ἀγαθά, Πλούτ. 2. 6Α, κλπ.· οὕτω, τὰ τυχηρὰ [[αὐτόθι]] 35Α, κλπ.· ἢ τὸ τυχηρὸν [[αὐτόθι]] 23Ε. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τῠχηρός, ή, όν [from τῠ́χη]<br />[[lucky]], [[fortunate]], Aesch.:—adv. -ρῶς, Ar. | |mdlsjtxt=τῠχηρός, ή, όν [from τῠ́χη]<br />[[lucky]], [[fortunate]], Aesch.:—adv. -ρῶς, Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ά, όν, A lucky, fortunate, A.Ag.464 (lyr.), Arist.Pol.1295a28. Adv. -ρῶς Ar.Ach.250, Th.305. 2 from or by chance, πάθη D.H.7.68; τὰ τ. ἀγαθά the goods of fortune, Plu.2.6a, Alex. Aphr. in Top.147.22; τὰ τ. Phld.Vit.p.27J., Plu.2.35a, etc.; τὸ τ. Phld.Sign.36, Plu.2.23f. 3 τὰ μικρὰ καὶ τ. ordinary trifles (like τὰ τυχόντα), Zeno Stoic.1.70.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
fortuit, accidentel ; τὸ τυχηρόν le hasard ; τὰ τυχηρά les chances du hasard.
Étymologie: τύχη.
Syn. τυχαῖος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυχηρός -ά -όν [τύχη] gelukkig, succesrijk:; χορηγία τυχηρά succesvolle regie Aristot. Pol. 1295a28; adv. τυχηρῶς op succesvolle wijze:. ἀγαγεῖν τυχηρῶς τὰ κατ’ ἀγροὺς Διονύσια op succesvolle wijze de landelijke Dionysusfeesten vieren Aristoph. Ach. 250.
Russian (Dvoretsky)
τῠχηρός:
1) случайный (ἀγαθά Plut.);
2) счастливый, преуспевающий (sc. ἀνήρ Aesch.): φύσις τ. Arst. счастливые природные данные.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τυχηρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και τυχερός, Ν
1. αυτός που έχει καλή τύχη (α. «στάθηκε τυχερός στη ζωή του» β. «τυχηρὸν ὄντ' άνευ δίκας παλιντυχεῑ τριβᾷ βίου τιθεῑσ' ἀμαυρόν», Αισχύλ.)
2. αυτός που γίνεται κατά τύχη, τυχαίος
νεοελλ.
1. αυτός που φέρνει καλή τύχη («είναι το τυχερό του νόμισμα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το τυχερό
καθετί που εξαρτάται από την καλή ή την κακή τύχη κάποιου («ήταν τυχερό του να μην παντρευτεί»)
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τυχερά
απρόβλεπτα κέρδη
4. φρ. «τυχερά παιχνίδια» — παιχνίδια τών οποίων η έκβαση εξαρτάται από την τύχη και όχι από τις ικανότητες του παίκτη.
επίρρ...
τυχηρῶς Α 1. με τύχη
2. κατά τύχην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύχη + επίθημα -ηρός (πρβλ. λαμπ-ηρός, νοσ-ηρός). Ο νεοελλ. τ. τυχερός < τυχηρός, κατά τα επίθ. σε -ερός (πρβλ. λαμπ-ηρός: λαμπερός)].
Greek Monotonic
τῠχηρός: -ά, -όν, τυχερός, που έχει τύχη, σε Αισχύλ.· επίρρ. τυχηρῶς, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
τῡχηρός: -ά, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων τύχην, κοινῶς «τυχερός», Αἰσχύλ. Ἀγ. 464, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 1. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 2 0, Θεσμ. 305. 2) κατὰ τύχην, τυχαῖος, πάθη Διον. Ἁλ. 7. 68· τὰ τυχηρὰ ἀγαθά, τὰ τῆς τύχης ἀγαθά, Πλούτ. 2. 6Α, κλπ.· οὕτω, τὰ τυχηρὰ αὐτόθι 35Α, κλπ.· ἢ τὸ τυχηρὸν αὐτόθι 23Ε.
Middle Liddell
τῠχηρός, ή, όν [from τῠ́χη]
lucky, fortunate, Aesch.:—adv. -ρῶς, Ar.