δαίμων: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br /><b>I. 1</b> dieu, déesse ; un dieu, une divinité ; puissance divine, divinité : πρὸς δαίμονα IL contre la volonté des dieux ; σὺν δαίμονι IL avec l'assistance des dieux, par la faveur des dieux ; <i>de même</i> κατὰ δαίμονα HDT comme il plaît aux dieux, à la volonté des dieux, au hasard ; δαίμονος [[τύχη]] EUR la fortune, le hasard;<br /><b>2</b> destin, sort ; <i>en b. part</i> heureux destin, bonheur, chance ; <i>d'ord. en mauv. part</i> destin contraire, infortune, malheur : δαίμονα [[δώσω]] IL je te donnerai ton destin, <i>càd</i> la mort;<br /><b>II.</b> <i>après Hom.</i> [[οἱ]] δαίμονες, sorte de dieux inférieurs;<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i> :<br /><b>1</b> âme d'un mort ; esprit qu’on peut évoquer, ombre;<br /><b>2</b> génie attaché à chaque homme, à une cité, <i>etc.</i> et qui personnifie en qqe sorte son destin.<br />'''Étymologie:''' pê de [[δαίομαι]], partager, celui qui distribue à chacun son lot, son sort ; sel. d'autres, de [[δαῆναι]], savoir, <i>ou</i> de la R. ΔιϜ, briller, d'où [[Διός]], etc. -- DELG [[δαίομαι]].
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br /><b>I. 1</b> dieu, déesse ; un dieu, une divinité ; puissance divine, divinité : πρὸς δαίμονα IL contre la volonté des dieux ; σὺν δαίμονι IL avec l'assistance des dieux, par la faveur des dieux ; <i>de même</i> κατὰ δαίμονα HDT comme il plaît aux dieux, à la volonté des dieux, au hasard ; δαίμονος [[τύχη]] EUR la fortune, le hasard;<br /><b>2</b> destin, sort ; <i>en b. part</i> heureux destin, bonheur, chance ; <i>d'ord. en mauv. part</i> destin contraire, infortune, malheur : δαίμονα [[δώσω]] IL je te donnerai ton destin, <i>càd</i> la mort;<br /><b>II.</b> <i>après Hom.</i> [[οἱ]] δαίμονες, sorte de dieux inférieurs;<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i> :<br /><b>1</b> âme d'un mort ; esprit qu’on peut évoquer, ombre;<br /><b>2</b> génie attaché à chaque homme, à une cité, <i>etc.</i> et qui personnifie en qqe sorte son destin.<br />'''Étymologie:''' pê de [[δαίομαι]], partager, celui qui distribue à chacun son lot, son sort ; sel. d'autres, de [[δαῆναι]], savoir, <i>ou</i> de la R. ΔιϜ, briller, d'où [[Διός]], etc. -- DELG [[δαίομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=δαίμων -ονος, ὁ, ἡ [~ 1. δαίομαι] vocat. δαίμων of δαῖμον godheid, god:; ἡ … Οὔλυμπον δὲ βεβήκει … μετὰ δαίμονας ἄλλους zij was naar de Olympus gegaan, naar de andere goden Il. 1.222; als naamloze goddelijke instantie die kan ingrijpen in het menselijk bestaan:. πρὸς δαίμονα tegen (de wil van) de godheid Il. 17.98; ταῦτα … ἐν τῷ δαίμονι deze zaken liggen in handen van de godheid Soph. OC 1443; ἡ δὲ τύχη καὶ ὁ δαίμων het lot en de godheid Lys. 13.63. de goddelijke macht over het leven van individuen, families etc., lot:. πάρος τοι δαίμονα δώσω eerder zal ik je het (doods)lot toebedelen Il. 8.166; ὅταν … ὁ δαίμων εὐροῇ wanneer het lot gunstig is Aeschl. Pers. 601. bovenmenselijk wezen (naast goden en heroën) dat mensen beschermt of ze juist kwaad doet geest, genius, demon:; δαίμονός τινος ἢ τύχης ἰσχύς de kracht van een of andere demon of van het lot Dem. 18.303; vaak als personif. van iemands lot:; ὁ ἑκάστου δαίμων, ὅσπερ ζῶντα εἰλήχει ieders ‘[[daimon]]’, die voor de duur van zijn leven de macht over hem had gekregen Plat. Phaed. 107d; ὁ σός … δαίμων κακός jij hebt een kwade genius Plut. Caes. 69.11; ἀγαθὸς δαίμων de goede geest (hier plengde men aan na de maaltijd, voor het echte drinken begon); ook van de geesten van doden; christ. steeds van kwade geesten, demonen.
}}
{{elru
|elrutext='''δαίμων:''' ονος ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[бог]], [[богиня]] (δώματ᾽ ἐς Διὸς μετὰ δαίμονας ἄλλους Hom.): δαίμονι [[ἶσος]] Hom. богоравный; σὺν δαίμονι Hom. с божьей помощью; πρὸς δαίμονα Hom. против божьей воли;<br /><b class="num">2)</b> [[божество]] (преимущ. низшего порядка): дух, гений, демон (δαίμονες [[ἐπιχθόνιοι]], φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων Hes.; θεοὶ καὶ οἱ ἑπόμενοι θεοῖς δαίμονες Plat.; ἐκ μὲν ἡρώων εἰς δαίμονας, ἐκ δὲ δαιμόνων εἰς θεοὺς ἀναφέρεσθαι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (тж. δαίμονος [[τύχη]] Pind., [[τύχη]] δαιμόνων Eur., δ. καὶ [[τύχη]] Aeschin., Dem. и [[τύχη]] καὶ δαίμονες Plat.) божеское определение, роковая случайность: κατὰ δαίμονα Her. по воле случая; ἀπ᾽ ὠμοῦ δαίμονος Soph. по воле жестокой судьбы; δαίμονος [[αἶσα]] κακή Hom. злой рок;<br /><b class="num">4)</b> [[злой рок]], [[несчастье]]: δαίμονα δοῦναί τινι Hom. погубить кого-л.; πλὴν τοῦ δαίμονος Soph. несмотря на это несчастье;<br /><b class="num">5)</b> [[душа умершего]] ([[Δαρεῖος]] Aesch.; [[νῦν]] δ᾽ ἐστὶ [[μάκαιρα]] δ. Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 39: Line 45:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δαίμων:''' -ονος, ἡ, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θεός]], [[θεά]], [[θείο]] ον όπως [[θεός]], [[θεά]], σε Όμηρ., Τραγ. κ.λπ.· στον Όμηρ. επίσης [[θεότητα]] ή θεϊκή [[δύναμη]] (το [[θεός]] υποδηλώνει το ίδιο το [[πρόσωπο]] του θεού), Λατ. [[numen]]· <i>πρὸς δαίμονα</i>, ενάντια στη θεϊκή [[δύναμη]]· <i>σὺν δαίμονι</i>, με τη βοήθειά του, με την [[εύνοια]] του θεού, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, <i>κατὰ δαίμονα = τύχῃ</i>, κατά [[τύχη]], κατά [[σύμπτωση]], σε Ηρόδ.· ἐν τῷ δ. = [[θεῶν]] ἐν γούνασι, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> το «[[δαιμόνιο]]» κάποιου ή το [[πνεύμα]] κάποιου, [[τύχη]] ή [[μοίρα]], στυγερὸς [[δαίμων]], σε Ομήρ. Οδ.· δαίμονος [[αἶσα]] κακή, στο ίδ.· ως απόλ., ευνοϊκή ή [[δυσμενής]] [[τύχη]], [[μοίρα]], [[τύχη]], [[ειμαρμένη]], πεπρωμένο, σε Τραγ.· [[ιδίως]], λέγεται για το κακοποιό [[πνεύμα]] μιας οικογένειας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> <i>δαίμονες</i>, στον Ησίοδ., είναι το [[πνεύμα]] των ανθρώπων του χρυσού αιώνα, το οποίο λειτουργεί ως [[φύλακας]] [[άγγελος]]· μεταγεν., λέγεται για τις ψυχές των πεθαμένων, Λατ. manes, [[lemures]], σε Λουκ.<br /><b class="num">III.</b> στην Κ.Δ., διαβολικό [[πνεύμα]], [[δαίμονας]], Σατανάς (πιθ. από το [[δαίω]] Β, [[διαχωρίζω]] ή [[διαμοιράζω]] το πεπρωμένο).
|lsmtext='''δαίμων:''' -ονος, ἡ, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θεός]], [[θεά]], [[θείο]] ον όπως [[θεός]], [[θεά]], σε Όμηρ., Τραγ. κ.λπ.· στον Όμηρ. επίσης [[θεότητα]] ή θεϊκή [[δύναμη]] (το [[θεός]] υποδηλώνει το ίδιο το [[πρόσωπο]] του θεού), Λατ. [[numen]]· <i>πρὸς δαίμονα</i>, ενάντια στη θεϊκή [[δύναμη]]· <i>σὺν δαίμονι</i>, με τη βοήθειά του, με την [[εύνοια]] του θεού, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, <i>κατὰ δαίμονα = τύχῃ</i>, κατά [[τύχη]], κατά [[σύμπτωση]], σε Ηρόδ.· ἐν τῷ δ. = [[θεῶν]] ἐν γούνασι, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> το «[[δαιμόνιο]]» κάποιου ή το [[πνεύμα]] κάποιου, [[τύχη]] ή [[μοίρα]], στυγερὸς [[δαίμων]], σε Ομήρ. Οδ.· δαίμονος [[αἶσα]] κακή, στο ίδ.· ως απόλ., ευνοϊκή ή [[δυσμενής]] [[τύχη]], [[μοίρα]], [[τύχη]], [[ειμαρμένη]], πεπρωμένο, σε Τραγ.· [[ιδίως]], λέγεται για το κακοποιό [[πνεύμα]] μιας οικογένειας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> <i>δαίμονες</i>, στον Ησίοδ., είναι το [[πνεύμα]] των ανθρώπων του χρυσού αιώνα, το οποίο λειτουργεί ως [[φύλακας]] [[άγγελος]]· μεταγεν., λέγεται για τις ψυχές των πεθαμένων, Λατ. manes, [[lemures]], σε Λουκ.<br /><b class="num">III.</b> στην Κ.Δ., διαβολικό [[πνεύμα]], [[δαίμονας]], Σατανάς (πιθ. από το [[δαίω]] Β, [[διαχωρίζω]] ή [[διαμοιράζω]] το πεπρωμένο).
}}
{{elnl
|elnltext=δαίμων -ονος, ὁ, ἡ [~ 1. δαίομαι] vocat. δαίμων of δαῖμον godheid, god:; ἡ … Οὔλυμπον δὲ βεβήκει … μετὰ δαίμονας ἄλλους zij was naar de Olympus gegaan, naar de andere goden Il. 1.222; als naamloze goddelijke instantie die kan ingrijpen in het menselijk bestaan:. πρὸς δαίμονα tegen (de wil van) de godheid Il. 17.98; ταῦτα … ἐν τῷ δαίμονι deze zaken liggen in handen van de godheid Soph. OC 1443; ἡ δὲ τύχη καὶ ὁ δαίμων het lot en de godheid Lys. 13.63. de goddelijke macht over het leven van individuen, families etc., lot:. πάρος τοι δαίμονα δώσω eerder zal ik je het (doods)lot toebedelen Il. 8.166; ὅταν … ὁ δαίμων εὐροῇ wanneer het lot gunstig is Aeschl. Pers. 601. bovenmenselijk wezen (naast goden en heroën) dat mensen beschermt of ze juist kwaad doet geest, genius, demon:; δαίμονός τινος ἢ τύχης ἰσχύς de kracht van een of andere demon of van het lot Dem. 18.303; vaak als personif. van iemands lot:; ὁ ἑκάστου δαίμων, ὅσπερ ζῶντα εἰλήχει ieders ‘[[daimon]]’, die voor de duur van zijn leven de macht over hem had gekregen Plat. Phaed. 107d; ὁ σός … δαίμων κακός jij hebt een kwade genius Plut. Caes. 69.11; ἀγαθὸς δαίμων de goede geest (hier plengde men aan na de maaltijd, voor het echte drinken begon); ook van de geesten van doden; christ. steeds van kwade geesten, demonen.
}}
{{elru
|elrutext='''δαίμων:''' ονος ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[бог]], [[богиня]] (δώματ᾽ ἐς Διὸς μετὰ δαίμονας ἄλλους Hom.): δαίμονι [[ἶσος]] Hom. богоравный; σὺν δαίμονι Hom. с божьей помощью; πρὸς δαίμονα Hom. против божьей воли;<br /><b class="num">2)</b> [[божество]] (преимущ. низшего порядка): дух, гений, демон (δαίμονες [[ἐπιχθόνιοι]], φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων Hes.; θεοὶ καὶ οἱ ἑπόμενοι θεοῖς δαίμονες Plat.; ἐκ μὲν ἡρώων εἰς δαίμονας, ἐκ δὲ δαιμόνων εἰς θεοὺς ἀναφέρεσθαι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (тж. δαίμονος [[τύχη]] Pind., [[τύχη]] δαιμόνων Eur., δ. καὶ [[τύχη]] Aeschin., Dem. и [[τύχη]] καὶ δαίμονες Plat.) божеское определение, роковая случайность: κατὰ δαίμονα Her. по воле случая; ἀπ᾽ ὠμοῦ δαίμονος Soph. по воле жестокой судьбы; δαίμονος [[αἶσα]] κακή Hom. злой рок;<br /><b class="num">4)</b> [[злой рок]], [[несчастье]]: δαίμονα δοῦναί τινι Hom. погубить кого-л.; πλὴν τοῦ δαίμονος Soph. несмотря на это несчастье;<br /><b class="num">5)</b> [[душа умершего]] ([[Δαρεῖος]] Aesch.; [[νῦν]] δ᾽ ἐστὶ [[μάκαιρα]] δ. Eur.).
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 23:14, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαίμων Medium diacritics: δαίμων Low diacritics: δαίμων Capitals: ΔΑΙΜΩΝ
Transliteration A: daímōn Transliteration B: daimōn Transliteration C: daimon Beta Code: dai/mwn

English (LSJ)

ονος, voc. A δαίμων S.OC1480 (lyr.), δαῖμον Theoc.2.11, ὁ, ἡ, god, goddess, of individual gods or goddesses, Il.1.222, 3.420, etc.; δαίμονι ἶσος 5.438; ἐμίσγετο δαίμονι δαίμων, of Φιλίη and Νεῖκος, Emp. 59.1:—but more freq. of the divine power (while θεός denotes a God in person), the deity, cf. Od.3.27; πρὸς δαίμονα = against the divine power, Il.17.98; σὺν δαίμονι = by god's grace, 11.792; κατὰ δαίμονα, almost, = τύχῃ, by chance, Hdt.1.111; τύχᾳ δαίμονος Pi.O.8.67; ἄμαχος δαίμων., i. e. destiny, B.15.23: in plural, ὅτι δαίμονες θέλωσιν, what the Gods ordain, Id.16.117; ταῦτα δ' ἐν τῷ δ. S. OC1443; ἡ τύχη καὶ ὁ δ. Lys. 13.63, cf.Aeschin.3.111; κατὰ δαίμονα καὶ συντυχίαν Ar.Av.544. 2 the power controlling the destiny of individuals: hence, one's lot or fortune, δτυγερὸς δέ οἱ ἔχραε δ. Od.5.396, cf. 10.64; δαίμονος αἶσα κακή 11.61; δαίμονα δώσω = I will deal thee fate, i.e. I will kill thee, I1.8.166; freq. in Trag. of good fortune or ill fortune, ὅταν ὁ δ. εὐροῇ A.Pers.601; δ. ἀσινής Id.Ag.1342 (lyr.); κοινός Id.Th.812; γενναῖος πλὴν τοῦ δαίμονος S.OC76; δαίμονος σκληρότης Antipho 3.3.4; τὸν οἴακα στρέφει δ. ἑκάστῳ Anaxandr.4.6; personified as the good genius or evil genius of a family or person, δ. τῷπλεισθενιδῶν A.Ag.1569, cf. S.OT1194 (lyr.); ὁ ἑκάστου δ. Pl.Phd.107d, cf. PMag.Lond.121.505, Iamb.Myst.9.1; ὁ δ. ὁ τὴν ἡμετέραν μοῖραν λελογχώς Lys.2.78; ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου = a spirit assists every man from birth to be the leader of his life Men.16.2 D.; δ. ἀλάστορες Id.8D.; ὁ μέγας [τοῦ Καίσαρος] δ. Plu.Caes.69; ὁ σὸς δ. κακός ibid.; ὀμνύω δέ σοι τὸν βασιλέως δαίμονα Id.Art.15; ἦθος ἀνθρώπῳ δ. Heraclit.119; Ξενοκράτης φησὶ τὴν ψυχὴν ἑκάστου εἶναι δ. Arist.Top.112a37. II δαίμονες, οἱ, souls of men of the golden age, acting as tutelary deities, Hes.Op. 122, Thgn.1348, Phoc.15, Emp.115.5, etc.; θεῶν, δ., ἡρώων, τῶν ἐν Ἅιδου Pl.R.392a: less freq. in sg., δαίμονι δ' οἷος ἔησθα τὸ ἐργάζεσθαι ἄμεινον Hes.Op.314; τὸν τὲ δ. Δαρεῖον ἀγκαλεῖσθε, of the deified Darius, A.Pers.620; ῦν δ' ἐστὶ μάκαιρα δ., of Alcestis, E.Alc.1003 (lyr.), cf.IG12(5).305.5 (Paros): later, of departed souls, Luc.Luct.24; δαίμοσιν εὐσεβέσιν, = Dis Manibus, IG14.1683; so θεοὶ δ., ib.938, al.: also, ghost, Paus.6.6.8. 2 generally, spiritual being or semi-divine being inferior to the Gods, Plu.2.415a, al., Sallust.12, Dam.Pr.183, etc.; esp. evil spirit, demon, Ev.Matt.8.31, J.AJ8.2.5; φαῦλοι δ. Alex.Aphr.Pr.2.46; δαίμονος ἔσοδος εἰς τὸν ἄνθρωπον, Aret.SD1.4; πρᾶξις ἐκβάλλουσα δαίμονας PMag.Par.1227. 3 ἀγαθὸς δαίμων = the Good Genius to whom a toast was drunk after dinner, Ar.V.525, Nicostr.Com.20, D.S.4.3, Plu.2.655e, Philonid. ap. Ath.15.675b, Paus.9.39.5, IG12(3).436 (Thera), etc.; of Nero, ἀ. δ. τῆς οἰκουμένης OGI666.3; of the Nile, ἀ. δ. ποταμός ib.672.7 (i A.D.); of the tutelary genius of individuals (supr. 1), ἀ. δ. Ποσειδωνίου SIG1044.9 (Halic.): pl., δαίμονες ἀ., = Lat. Di Manes, SIG1246 (Mylasa): Astrol., ἀγαθός, κακός δαίμων, names of celestial κλῆροι, Paul.Al.N.4, O.1, etc. (Less correctly written Ἀγαθοδαίμων, q.v.). B = δαήμων, knowing, δαίμων μάχης = skilled in fight, Archil.3.4. (Pl. Cra.398b, suggests this as the orig. sense; while others would write δαήμονες in Archil., and get rid of this sense altogether; cf. however αἵμων. More probably the root of δαίμων (deity) is δαίω = to distribute destinies; cf. Alcm.48.)

Spanish (DGE)

-ονος, ὁ, ἡ
• Morfología: voc. δαίμων S.OC 1480, δαῖμον Alcm.116, Theoc.2.11; plu. dat. δαιμόνεσσι Schwyzer 482.3 (Tespias IV/III a.C.)
I demon, divinidad indif. a su individualidad, puede equivaler o no a θεός, sólo sg.
1 gener. como suj. act. demon, divinidad
a) como poder divino que determina el curso de los acontecimientos ὕστερον αὖτε μαχησόμεθ', εἰς ὅ κε δ. ἄμμε διακρίνῃ más adelante pelearemos hasta que el demon determine nuestra suerte, Il.7.291, 377, 396, cf. B.17.46, ὣς γάρ οἱ ἐπέκλωσεν τά γε δ. pues así lo tejió para él el demon, Od.16.64
en sent. favorable τίς δ' οἶδ' εἴ κέν οἱ σὺν δαίμονι θυμὸν ὀρίναις παρειπών; ¿quién sabe si con el demon de tu parte conmoverías su ánimo con tus consejos?, Il.11.792, ἄλλα δὲ καὶ δ. ὑποθήσεται Od.3.27, εὖ μὲν εἱμάρθαι παρὰ δαίμ[ονος ἀν] θρώποις ἄριστον B.14.1, ὃς τύχᾳ μὲν δαίμονος quien con el favor del demon Pi.O.8.67
en sent. desfavorable ὁπότ' ἀνὴρ ἐθέλῃ πρὸς δαίμονα φωτὶ μάχεσθαι ὅν κε θεὸς τιμᾷ cuando un hombre quiere luchar, siéndole adverso el demon, contra un hombre al que un dios honra, Il.17.98, cf. 104, βέλη ... θάνατόν τε φέρει τοῖσιν ἂν δ. θέλῃ B.5.135, γελᾷ δὲ δ. ἐπ' ἀνδρὶ θερμῷ la divinidad se ríe del varón ardiente A.Eu.560, ταῦτα δ' ἐν τῷ δαίμονι καὶ τῇδε φῦναι χἀτέρᾳ del demon depende el que las cosas vayan en una u otra dirección S.OC 1443, δαίμονος ... τὴν ἐπιβουλὴν εἶναι τὸ μὴ ... ἐᾶσαι X.Cyr.5.1.28, cf. 7.5.81
acompañado de art. ὁ πάντων κύριος δ. ... ἔνειμε τὸ τέλος D.60.21, ὅ τε δ. ὁ τὴν ἡμετέραν μοῖραν εἰληχώς Lys.2.78, τοσαύτην ὁ δ. ἔσχεν αὐτοῦ πρόνοιαν Isoc.9.25;
b) en acciones concr. como un dios que actúa esp. en la fórmula homérica δαίμονι ἶσος semejante a un dios ἐπέσσυτο δαίμονι ἶσος en el ataque definitivo e irresistible de un héroe (Diomedes, Aquiles) Il.5.438, 459, 16.705, 20.447, ὁ δ' ἔσθορε δαίμονι ἶσος Il.21.18, μηδέ σε δ. ἐνταῦθα τρέψειε que un dios no te lleve por ese camino, Il.9.600, ἐπί τε λῖν ἤγαγε δ. σίντην Il.11.480, κελευσέμεναι δέ σ' ἔμελλε δ., ὃς Τρώεσσιν ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι Od.4.275, cf. 7.248, 17.243, τίς ἄνδρας ... δ. ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν qué dios expulsó de Enona a los varones Pi.N.5.16, cf. Call.Lau.Pall.81, ἐπεὶ δὲ δ. κάρτος Αἰτωλοῖς ὄρεξεν B.5.113, καὶ τῶν μὲν ἡμῖν εὐνάσει δ. δόρυ un dios aplacará en nuestro favor la lanza de éstos Lyc.567
c. un indef. πράγματα δ. τις εἰσκεκύλικεν Ar.V.1475, ἀλλά τις δ. ἔμειξε τοῖς πλείστοις (κακοῖς) ἐν τῷ παραυτίκα ἡδονήν Pl.Phdr.240a
c. art. οἵῳ μ' ὁ δ. τέρατι συγκαθεῖρξεν Philox.Cyth.11, τῷ δὲ ὁ δ. προέφαινε ὡς ... Hdt.1.210;
c) en el transcurso de la vida del hombre demon puede equivaler a términos más gener. y abstr. como fortuna, suerte en dif. op. (a los dioses u otras fuerzas externas al hombre) αὐτὰρ ἐμοὶ δ. χαλεποὺς ἐπετέλλετ' ἀέθλους en cambio a mí el demon me impuso terribles trabajos op. Zeus, Hes.Sc.94, τὰ τοῦ θεοῦ μὲν χρηστά, τοῦ δὲ δαίμονος βαρέα E.Io 1374, τὰ δ' οὐκ ἐπ' ἀνδράσι κεῖται· δ. δὲ παρίσχει pero esas cosas no dependen de los hombres: el demon las otorga Pi.P.8.76, παύροισι δὲ θνατῶν ... δ. ἔδωκεν ... γῆρας ἱκνεῖσθαι B.Fr.25.1, ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ' (las Gracias dan el encanto) pero el ser valiente o sabio está a merced del demon Pi.O.9.28, χρήματα μὲν δ. ... δίδωσιν ... ἀρετῆς δ' ... μοῖρ' ἕπεται Thgn.149, ὅταν κλύδων κακῶν ἐπέλθῃ, ... ὅταν δ' ὁ δ. εὐροῇ cuando sobreviene una ola de males ..., mas cuando el demon fluye favorable A.Pers.601
esp. en cont. neg. donde cabe la trad. de fatalidad, suerte funesta ἐμοὶ καὶ πένθος ἀμέτρητον πόρε δ. Od.19.512, ἄλλα (κακά) δὲ δ. δώσει Od.2.134, cf. 18.256, 20.87, δαίμον' αἰτιᾶσθαι Anacr.72.4, κἀμὲ μὲν δ. ἐλᾷ S.Ai.504, ὦ δαῖμον, οἵας συζύγου μ' ἀποστερεῖς E.Alc.384
c. art. τρυφᾷ δ' ὁ δ. E.Supp.552
c. calif. στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε δ. Od.5.396, τίς τοι κακὸς ἔχραε δ.; Od.10.64, cf. ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακὴ Od.11.61, ὦ ὀλὲ δαῖμον (me envuelve el dolor) ¡suerte funesta! Alcm.l.c., Ἰὼ μοίρας ἄτεγκτε δαῖμον Ar.Th.1047
asociado c. τύχη y muy frec. en la expresión κατὰ δαίμονα a merced del demon κατὰ δαίμονα καὶ τύχαν τὰ πάντα βροτοῖσιν ἐκτελεῖται Diagor.2
frec. en sent. favorable, para indicar la buena suerte τότε κως κατὰ δαίμονα τίκτει Hdt.1.111, σὺ δέ μοι κατὰ δαίμονα καί <τινα> συντυχίαν ἀγαθὴν ἥκεις ἐμοὶ σωτήρ pero tú gracias al demon y a una feliz coyuntura has venido a salvarme Ar.Au.544, κατὰ τύχην τινὰ καὶ δαίμονα ὑμεῖς ἐπείσθητε D.48.24, εἴτε τύχα εἴτε δ. τὰ βρότεια κραίνει E.Fr.901, ἡ δὲ τύχη καὶ ὁ δ. περιεποίησε Lys.13.63, cf. Aeschin.3.115, Anaxandr.4.6, D.18.303;
d) sin ref. a su poder o actividad dios en la fórmula δαίμονι ἶσος (fuera de Hom.) semejante a un dios ὁ δ' ἀέξετο δαίμονι ἶσος crecía igual a un dios, h.Cer.235, ἀνὴρ νήπιος ἤκουσε πρὸς δαίμονος el hombre resulta un niño de pecho respecto al dios (de la misma manera que el niño respecto al hombre), Heraclit.B 79, ἔστι δ. ἀφθίτῳ θάλλων βίῳ Critias Fr.Trag.19.17, λέγοντες ὡς ἦν θεὸς ἐν ἀνθρώποις ἢ δ. θνητός Isoc.9.72.
2 en sent. no act. demon equivale a lote, suerte individual personal, destino otorgado al hombre τοι δαίμονα δώσω te daré tu destino, e.e. te mataré, Il.8.166, ἔδωκε τῇ τύχῃ τὸν δαίμονα dejó su suerte en manos del azar, e.e. murió cuando no le correspondía E.Ph.1653, δαίμονι δ' οἷος ἔησθα, τὸ ἐργάζεσθαι ἄμεινον cualquiera que haya sido tu suerte, mejor es trabajar Hes.Op.314, δαίμον' ἀσκήσω κατ' ἐμὰν θεραπεύων μαχανάν Pi.P.3.109, αὕτη ἡ νύξ καινοῦ δαίμονος ἄρχει Antipho Soph.B 49, puede ser favorable o desfavorable δαίμονι δ' ἐσθλῷ ... δαίμονι δειλῷ Thgn.161-163
ref. a pers. concr. ἀσινεῖ δαίμονι φῦναι haber nacido con un destino favorable A.A.1342, τὸν σὸν δαίμονα S.OT 1194, cf. OC 76
c. art. ὁ δ. κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ambos tuvieron común el destino A.Th.812, τῇ δὲ σκληρότητι τοῦ δαίμονος ἀπιστῶν por desconfiar del rigor del destino Antipho 3.3.4.
II demon como divinidad personalizada equivale a θεός, en sg. o plu.
1 dios, diosa del panteón:
a) c. entidad propia y c. nombre ἦρχε δὲ δ. Afrodita como diosa que tutela y guía a Helena Il.3.420, μάχης ἐπὶ μήδεα κείρει δ. ἡμετέρης Zeus al desviar la saeta dirigida a Héctor Il.15.468, ἐπεὶ ῥ' ἐπέλασσέ γε δ. puesto que el dios (Apolo) le había cercado, Il.15.418, ἀλλά σε δ. δοίη que la diosa (Afrodita) te conceda Thgn.1333, ὁ δ' ἀέξετο δαίμονος αἴσῃ éste (el templo) cobró auge gracias a la diosa (Deméter) h.Cer.300, cf. Orph.A.1195, πάντα κατὰ χρέος ἤνυσε δ. (Hermes) h.Merc.138, τὴν ... μεγίστην τε δαίμονα ἥγηνται εἶναι (Isis), Hdt.2.40, ὁ μὲν δ. ἐχωρίσθη (Asclepio), Hp.Ep.15, ἡ δ. ξυνῆν τῷ Πηλεῖ (Tetis), Philostr.Her.58.12
frec. en invoc. θεῶν ἐριούνιε δαῖμον (Hermes), h.Merc.551, ὑπέρ[βι] ε δαῖμον dios poderoso dirigido a Zeus, B.3.37, cf. S.OC 1480, a Ares ὦ χρυσοπήληξ δαῖμον A.Th.106, a Posidón ἰὼ πόντιε δαῖμον Ar.Ra.1341, cf. Call.Lau.Pall.41, Theoc.l.c., Orph.H.11.10, de Escila representada en monedas χαλκείην δαίμονα AP 11.271;
b) plu. los dioses ἡ δ' Οὔλυμπόνδε βεβήκει δώματ' ἐς αἰγιόχοιο Διὸς μετὰ δαίμονας ἄλλους Il.1.222, δαίμοσιν ἀρήσασθαι Il.6.115, δαίμοσιν εἶναι ἀλιτρός Il.23.595, ἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά Pi.O.1.35, ἰὼ ἰὼ δαίμονες, <ὡς> ἔθετ' ἄελπτον κακὸν A.Pers.1005, δαιμόνων ἀγάλμασιν εὔχονται Heraclit.B 128, δαιμόνων φραδαῖς πένθος μέγιστον Lyc.968.
2 dios dicho de abstr. personif. ἐλπὶς καὶ κίνδυνος ... οὗτοι γὰρ χαλεποὶ δαίμονες ἀμφότεροι Thgn.638, ἄμαχος δ. (φθόνος) B.16.23, δαίμονά τε τὰν ἄμαχον, ἀνίερον θράσος ... Ἄτας A.A.768, cf. Emp.B 59.1, Plb.18.54.10.
3 en escritos de relig. monoteístas divinidad pagana op. ‘dios único’ δαιμόνων ὁ μαντικώτατος (Apolo), Gr.Thaum.Pan.Or.141, cf. Clem.Al.Prot.3.43, ἑτοιμάζοντες τῷ δαίμονι τράπεζαν (ref. al dios sirio Gad), LXX Is.65.11
plu. δαίμονες dioses falsos o paganos μύθους ἀσέμνους, δαιμόνων διδάγματα Amph.Seleuc.54, δαίμονες φαῦλοι Iust.Phil.1Apol.5.2, δαίμοσι καὶ ξοάνοις PMasp.4.8 (VI d.C.).
III divinidad secundaria o fuerza superior al hombre, c. o sin individualidad
1 genio divino def. frec. como intermediario entre dios y el hombre:
a) sin individualidad τοὶ μὲν δαίμονές εἰσι Διὸς μεγάλου διὰ βουλὰς ... φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων Hes.Op.122, τούτους τοὺς δαίμονάς τε καὶ ἥρωας νομίζεσθαι καὶ ὑπὸ τούτων πέμπεσθαι ἀνθρώποις τούς τε ὀνείρους Pythag.B 1a, δαίμονες οἵτε μακραίωνος λελάχασι βίοιο Emp.B 115.5, cf. Phoc.16.1, Men.Fr.714.1, τοὺς οὔτε δαιμόνων οὔτε θεῶν ὄπιν ἔχοντας Hdt.9.76, ἐπικαλουμένους τοὺς ὁμωχέτας δαίμονας καὶ τὸν Ἀπόλλω Th.4.97, Ἑκάτης μελαίνης δαίμονες SEG 39.1380 (Frigia III d.C.)
en gradación c. θεοί, ἥρωες, ἄνθρωποι, ἄγγελοι, etc., Pl.R.392a, Arist.Rh.1419a10, Plb.30.25.13, Plu.Rom.28, 2.415a, Eus.PE 4.5.1, Ocell.40, 45, Dam.in Prm.183
c. un epít. δαίμονας εἰναλίους τε μιγαζομένους Ἥρωσιν Orph.A.343, cf. Q.S.12.382, οἱ κρόνιοι δαίμονες Dam.in Prm.377;
b) c. individualidad τὸν ... Ἀφροδίτη ὦρτ' ἀνερειψαμένη ... δαίμονα δῖον (Faetón), Hes.Th.991, de Ganimedes, Thgn.1348, (Ἔρως) μεταξὺ θνητοῦ καὶ ἀθανάτου ... δ. μέγας Pl.Smp.202d, cf. 203a;
c) c. ref. a una protección al hombre δαῖμον ἰθυντήριε S.Fr.314.79, δ. ἐπαρωγός E.Hec.164, δ. ἐπίρροθος Q.S.14.628, ὁ ξένιος ... δ. el genio protector de los extranjeros Pl.Lg.730a.
2 c. gen. pos. genio divino de δαίμονι τῷ Πλεισθενιδᾶν A.A.1570, Ξενοφῶντος εὔθυνε δαίμονος οὖρον Pi.O.13.28, ante el que se mantienen juramentos (ὅρκος) ἐναντίον δαίμονος Καρχηδονίων Plb.7.9.2, ὀμνύω δέ σοι τὸν βασιλέως δαίμονα PSI 361.6 (III a.C.), ὀμνύειν τὸν ἀμφοτέρων δαίμονα jurar por el genio divino de ambos X.Eph.2.7.5
de ahí genio personal que puede ser favorable o maléfico ὁ δεξιὸς ... δ. Call.Cer.31, cf. Plu.Caes.69, εὐδαίμονα οὗ ἂν ὁ δ. ᾖ σπουδαῖος Arist.Top.112a37, al que hay que conjurar σύστασις ἰδίου δαίμονος PMag.7.505
interiorizado en el hombre y esp. en especulaciones filosóficas genio individual entendido como fuerza vital que puede identificarse c. algunas facultades anímicas κόσμον ἔμψυχον καὶ δαιμόνων πλήρη un mundo animado y lleno de démones D.L.1.27 (= Thal.A 1), cf. Chrysipp.Stoic.2.320, ἦθος ἀνθρώπῳ δ. para el hombre su modo de ser es su genio Heraclit.B 119, cf. Epich.230.7, ψυχὴ οἰκητήριον δαίμονος Democr.B 171, δαίμονα θεὸς ἑκάστῳ δέδωκεν Pl.Ti.90a, cf. Phd.107d, δ., ὃν ἑκάστῳ προστάτην καὶ ἡγεμόνα ὁ Ζεὺς ἔδωκεν M.Ant.5.27, καὶ εἰ μὲν τὸ ἐνεργοῦν αἰσθητικοί, ὁ δ. τὸ λογικόν Plot.3.4.3, cf. otras interpr. ὁ ἴδιος δ. Iambl.Myst.9.1.
3 ἀγαθὸς δ., frec. Δαίμων, (v. tb. ἀγαθός A I 4) genio benéfico o propicio, el Buen Genio
a) en el brindis del simposio πιεῖν ... ἀγαθοῦ δαίμονος Ar.Eq.85, cf. 107, V.525, Pax 300, Theopomp.Com.41, 42, Nicostr.Com.19, Philonid. en Ath.675b, Plu.Art.15, 2.655e, D.S.4.3;
b) como divinidad c. culto τιμᾶν δὲ καὶ ἱλάσκεσθαι καὶ Ἀγαθὸν Δαίμονα Ποσειδωνίου καὶ Γοργίδος SIG 1044.9 (Halicarnaso III a.C.), τὸ δὲ οἴκημα Δαίμονός τε ἀγαθοῦ καὶ Τύχης ἱερόν ἐστιν ἀγαθῆς Paus.9.39.5, cf. IG 12(3).436 (Tera IV a.C.), de ahí ὁ ἀγαθὸς δ. τῆς οἰκουμένης tít. que se aplicó a sí mismo Nerón OGI 666.3 (Egipto I d.C.);
c) en conjuros y textos mágicos PMag.7.493, 13.772;
d) plu. ref. a los antepasados familiares equivale al lat. Di Manes Δαιμόνων Ἀγαθῶν Ἀντέρωτος τοῦ Διονυσίου en una sepultura IMylasa 429.1 (II a.C.), tb. Δαίμονες εὐσεβεῖς IUrb.Rom.1237.1 (II/III d.C.), θεοὶ δαίμονες IG 14.938 (Ostia);
e) Ἀγαθὸς Δαίμων n. de uno de los grandes ramales que forman el Delta del Nilo OGI 672.7 (Egipto I d.C.);
f) identificado c. ὁ κόσμος Corn.ND 27, como abstracción ὁ ἁπλῶς νοῦς ... ἀπογεννᾷ ... τῷ δὲ ἀγαθῷ τὸν (νοῦν) τοῦ ἀγαθοῦ δαίμονος Dam.Pr.952.
4 astrol. ἀγαθὸς δ., κακὸς δ. (a veces ἀγαθοδαίμων, κακοδαίμων q.u.) n. de los κλῆροι del buen y mal genio en los lugares del horóscopo regidos por Zeus y Cronos, Paul.Al.68.5, 70.11, Vett.Val.60.26, 61.7.
5 en lit. crist. potencia sobrenatural c. influencia maléfica sobre el hombre demon, ángel malo o ángel caído resultado de la unión entre ángeles y mujeres οἱ δ' ἄγγελοι ... γυναῖκων μίξεσιν ... παῖδας ἐτέκνωσαν, οἵ εἰσιν οἱ λεγόμενοι δαίμονες Iust.Phil.2Apol.5.3, δαιμόνων γένος Clem.Al.Strom.7.6.32, cf. Iust.Phil.1Apol.58.3, Origenes Cels.3.37, 4.65, Tat.Orat.17, Hom.Clem.9.8.2, 9.1, Mac.Aeg.Hom.22.2
sg. el demonio, el maligno, satán como principio del malἀρχέκακος δ. Basil.Hex.6.1, cf. Chrys.M.51.331, IGLS 1599.7, βδελυρωπόν ... δαίμονα al demonio de repulsiva faz Eudoc.Cypr.1.95.
6 espíritu, espectro, alma errante de los muertos que pueden ser divinizadas, de Darío, A.Pers.620, cf. Alcm.5.2.1.13, νῦν δ' ἔστι μάκαιρα δ. (Alcestis), E.Alc.1003, ἔασον ἀναπαύσασθαι τοὺς τοῦ μακαρίτου δαίμονας Luc.Luct.24, τιμαῖσι σέβοντες δαίμονί μου νέρθεν σὺν χθονίοισι θεοῖς IG 12(5).305.6 (Paros I a.C.)
c. sent. neg. espíritu maligno que amenaza y aterroriza al hombre o se apodera de él δαίμονάς τινας ἐφ' ἑωυτῶν δυσμενέας Hp.Virg.1, οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες Eu.Matt.8.31, del que hay que defenderse τὴν κατὰ τῶν δαιμόνων τέχνην I.AI 8.45, cf. X.Eph.1.5.7, Alex.Aphr.Pr.2.46, PMag.4.1227, 13.765, causante de la epilepsia, Aret.SD 1.4.2, o de la locura de amor ὑπὸ δαίμονος κακοῦ τυραννούμενος Charito 6.2.9
causante del comportamiento depravado del hombre en sent. moral espíritu del mal κακὸς δ. Sext.Sent.39
en sent. fig. dicho de un hombre malvado νερτέριος δ. Lyd.Mag.3.58.
• Etimología: Gener. se deriva de δαίομαι en el sent. ‘poder que atribuye’.

German (Pape)

[Seite 515] ονος, ὁ, ἡ, Gott, Göttin; nach Plat. Crat. 398 b u. anderen Alten von δαήμων, kundig, wie Ar. chil. frg. 50 sagt δαίμονές εἰσι μάχης; nach Anderen von δαίω, theilen, als Vertheiler der Lebensloose; = θεός, vgl. Il. 1, 222. 3, 420. 19, 188; so auch Tragg. Am gewöhnlichsten bei Hom. göttliches Wesen, wo man keinen bestimmten Gott nennen kann, u. doch aus Erscheinungen u. Ereignissen auf eine übermenschliche wirkende einem θεός zuschreibt; στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων, ἀσπάσιον δ' ἄρα τόν γε θεοὶ κακότητος ἔλυσαν, eine verderbliche Gottheit fiel ihn mit Krankheit an, Od. 5, 396 (vgl. Soph. Ai. 1194); κακὸς δαίμων 10, 64; Verhängniß, Schicksal, bes. Unglück; δαίμονος αἶσα κακή Od. 11, 61; πρὸς δαίμονα, gegen das Geschick, Il. 17, 98; σὺν δαίμονι 11, 792, mit Gottes Hülfe, wie κατὰ δαίμονα Hippocr. – Unhomerisch Iliad. 8, 166 πάρος τοι δαίμονα δώσω, ich werde dir ein böses Geschick verhängen, dir den Tod geben: Scholl. Didym. vs. 166 δαίμονα δώσω: Ζηνόδοτος πότμον ἐφήσω; Scholl. Aristonic. vs. 164 ἀθετοῦνται στίχοι τρεῖς, ὅτι εὐτελεῖς εἰσι τῇ κατασκευῇ, καὶ τὸ »πάρος τοι δαίμονα δώσω« τελείως ἐστὶν οὐ κατὰ τὸν ποιητήν· ἀνάρμοστα δὲ καὶ τὰ λεγόμενα τοῐς προσώποις; Scholl. Didym. vs. 164 (ἄλλως.) τούτους καὶ Ἀριστοφάνης ἠθέτησεν. – Aehnlich wie Homer auch die Tragg.: ὧδε δαίμων τις κατέφθειρε στρατόν Aesch. Pers. 337; ἀλάστωρ κακὸς δαίμων 346; δαίμων ὑπερβαρὴς ἐμπιτνών Ag. 1148; geradezu Unglück, Spt. 794; Glück, Pers. 811; ὠμὸς δ. Soph. O. R. 828; πλὴν τοῦ δαίμονος, außer dem Unglück, der Blindheit, O. C. 76; u. sonst; δαιμόνων κατάστασις, Zustand des Glücks, Eur.; κατὰ δαίμονα, durch Zufall, zufällig, Her. 1, 111, wie Dem. κατὰ τύχην τινὰ καὶ δαίμονα 48, 24; κατὰ δαίμονα καὶ κατὰ συντυχίαν ἀγαθὴν ἥκεις Ar. Av. 544; σκέψασθε τὸν δαίμονα καὶ τὴν τύχην Aesch. 3, 115; vgl. 157; Dem. öfter; Plat. τύχην καὶ δαίμονας Rep. X, 619 c. Aehnl. δαίμονος τύχη Pind. Ol. 8, 67; Eur. Hipp. 832. – Neben θεός stehend bedeutet es untergeordnete Gottheiten, vgl. Plat. Legg. V, 738 d τοῖς δὲ μέρεσιν ἑκάστοις θεὸν ἢ δαίμονα ἢ καί τινα ἥρωα ἀποδοτέον, wie Rep. III, 342 a; Apol. 27 d εἰ δ' αὖ οἱ δαίμονες θεῶν παῖδές εἰσι νόθοι; Legg. VIII, 848 d θεῶν καὶ τῶν ἑπομένων θεοῖς δαιμόνων. – Im N. T. u. K. S. böser Geist, Teufel. – Nach Hes. O. 121 sind δαίμονες Menschenseelen aus dem goldenen Zeitalter, die zwischen Himmel u. Erde sich aufhalten, die Thaten der Menschen beobachten u. sie beschirmen, ein Mittelglied zwischen Menschen u. Göttern; Plat. Phaed. 107 Schutzgeister; ἀγαθῷ δαίμονι wurde am Ende der Mahlzeit getrunken; ἡ τἀγαθοῦ δαίμονος φιάλη Xenarch. Ath. XV, 693 b; δαίμονος ἀγαθοῦ μετάνιπτρον Antiphan. ib. XI, 486 f. – Seelen der Abgeschiedenen, Luc. Luct. 24; auch im sing., Geist, Schatten, Aesch. Pers. 620; Eur. Alc. 1003.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
I. 1 dieu, déesse ; un dieu, une divinité ; puissance divine, divinité : πρὸς δαίμονα IL contre la volonté des dieux ; σὺν δαίμονι IL avec l'assistance des dieux, par la faveur des dieux ; de même κατὰ δαίμονα HDT comme il plaît aux dieux, à la volonté des dieux, au hasard ; δαίμονος τύχη EUR la fortune, le hasard;
2 destin, sort ; en b. part heureux destin, bonheur, chance ; d'ord. en mauv. part destin contraire, infortune, malheur : δαίμονα δώσω IL je te donnerai ton destin, càd la mort;
II. après Hom. οἱ δαίμονες, sorte de dieux inférieurs;
III. p. ext. :
1 âme d'un mort ; esprit qu’on peut évoquer, ombre;
2 génie attaché à chaque homme, à une cité, etc. et qui personnifie en qqe sorte son destin.
Étymologie: pê de δαίομαι, partager, celui qui distribue à chacun son lot, son sort ; sel. d'autres, de δαῆναι, savoir, ou de la R. ΔιϜ, briller, d'où Διός, etc. -- DELG δαίομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαίμων -ονος, ὁ, ἡ [~ 1. δαίομαι] vocat. δαίμων of δαῖμον godheid, god:; ἡ … Οὔλυμπον δὲ βεβήκει … μετὰ δαίμονας ἄλλους zij was naar de Olympus gegaan, naar de andere goden Il. 1.222; als naamloze goddelijke instantie die kan ingrijpen in het menselijk bestaan:. πρὸς δαίμονα tegen (de wil van) de godheid Il. 17.98; ταῦτα … ἐν τῷ δαίμονι deze zaken liggen in handen van de godheid Soph. OC 1443; ἡ δὲ τύχη καὶ ὁ δαίμων het lot en de godheid Lys. 13.63. de goddelijke macht over het leven van individuen, families etc., lot:. πάρος τοι δαίμονα δώσω eerder zal ik je het (doods)lot toebedelen Il. 8.166; ὅταν … ὁ δαίμων εὐροῇ wanneer het lot gunstig is Aeschl. Pers. 601. bovenmenselijk wezen (naast goden en heroën) dat mensen beschermt of ze juist kwaad doet geest, genius, demon:; δαίμονός τινος ἢ τύχης ἰσχύς de kracht van een of andere demon of van het lot Dem. 18.303; vaak als personif. van iemands lot:; ὁ ἑκάστου δαίμων, ὅσπερ ζῶντα εἰλήχει ieders ‘daimon’, die voor de duur van zijn leven de macht over hem had gekregen Plat. Phaed. 107d; ὁ σός … δαίμων κακός jij hebt een kwade genius Plut. Caes. 69.11; ἀγαθὸς δαίμων de goede geest (hier plengde men aan na de maaltijd, voor het echte drinken begon); ook van de geesten van doden; christ. steeds van kwade geesten, demonen.

Russian (Dvoretsky)

δαίμων: ονος ὁ и ἡ
1) бог, богиня (δώματ᾽ ἐς Διὸς μετὰ δαίμονας ἄλλους Hom.): δαίμονι ἶσος Hom. богоравный; σὺν δαίμονι Hom. с божьей помощью; πρὸς δαίμονα Hom. против божьей воли;
2) божество (преимущ. низшего порядка): дух, гений, демон (δαίμονες ἐπιχθόνιοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων Hes.; θεοὶ καὶ οἱ ἑπόμενοι θεοῖς δαίμονες Plat.; ἐκ μὲν ἡρώων εἰς δαίμονας, ἐκ δὲ δαιμόνων εἰς θεοὺς ἀναφέρεσθαι Plut.);
3) (тж. δαίμονος τύχη Pind., τύχη δαιμόνων Eur., δ. καὶ τύχη Aeschin., Dem. и τύχη καὶ δαίμονες Plat.) божеское определение, роковая случайность: κατὰ δαίμονα Her. по воле случая; ἀπ᾽ ὠμοῦ δαίμονος Soph. по воле жестокой судьбы; δαίμονος αἶσα κακή Hom. злой рок;
4) злой рок, несчастье: δαίμονα δοῦναί τινι Hom. погубить кого-л.; πλὴν τοῦ δαίμονος Soph. несмотря на это несчастье;
5) душа умершего (Δαρεῖος Aesch.; νῦν δ᾽ ἐστὶ μάκαιρα δ. Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

δαίμων: -ονος, ὁ, ἡ, θεός, θεότης, ἐν χρήσει ὡς τὸ θεὸς καὶ θεὰ ἐπὶ ἑκάστου τῶν θεῶν κατ’ ἰδίαν, Ἰλ. Α. 222., Γ. 420, κτλ.· ἐναλλασσόμενον πρὸς τὸ θεὸς ἐν Ὀδ. Ζ. 172, 174., Φ. 196, 201· οὕτω παρὰ Πινδ., Τραγ., κτλ.· -ἀλλὰ παρ’ Ὁμήρῳ συνηθέστατα ἐπὶ τῆς θείας δυνάμεως (ἐνῷ τὸ θεὸς δηλοῖ θεότητα ἐν προσώπῳ), ἡ θεότης, τὸ θεῖον, Λατ. numen, πρβλ. Ὀδ. Γ. 27· πρὸς δαίμονα, ἐναντίον τῆς θείας δυνάμεως, Ἰλ. Ρ. 98· σὺν δαίμονι, μετ’ αὐτοῦ, τῇ βοηθείᾳ αὐτοῦ καὶ ἐννοίᾳ, Λ. 792· -οὕτω βραδύτερον, κατὰ δαίμονα, σχεδὸν =τύχῃ, ἐκ τύχης, κατὰ τύχην, Ἡρόδ. 1. 111· ταῦτα δ’ ἐν τῷ δ. =θεῶν ἐν γούνασι, Σοφ. Ο. Κ. 1443· συναπτόμενον τῷ τύχη, Λυσ. 135. 33, Αἰσχίν. 69. 38· τῷ συντυχία, Ἀριστοφ. Ὄρν. 544· -περὶ τοῦ ἀγαθοῦ δαίμονος ἴδε ἐν λ. ἀγαθός ΙΙ. 4. 2) ὁ δαίμων τινὸς ἤτοι τὸ προστατεῦον πνεῦμα, ἑπομένως =ἡ τύχη τινός, ὁ κλῆρος αὐτοῦ, στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων Ὀδ. Ε. 396, πρβλ. Κ. 64· δαίμονος αἶσα κακὴ Λ. 61· δαίμονι δώσω, ὃ ἐ. θά σε φονεύσω, Ἰλ. Θ. 166· καὶ συχνάκις παρὰ Τραγ. ἐπὶ καλῆς ἢ κακῆς τύχης· ἐπὶ καλῆς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 158, 601, Ἀγ. 1342, κτλ.· συχνότερον ἐπὶ κακῆς, ὁ αὐτ. Θήβ. 705, 812, κτλ.· γενναῖος πλὴν τοῦ δαίμονος Σοφ. Ο. Κ. 76· δαίμονος σκληρότης Ἀντιφῶν 122. 44· τὸν οἴακα στρέφει δ. ἑκάστῳ Ἀναξανδρ. Ἀγχ. 1· ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ, μυσταγωγὸς τοῦ βίου Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 18· ἰδίως ἐπὶ τοῦ κακοῦ δαίμονος οἰκογενείας τινὸς, δ. τῷ Πλεισθενιδῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1569, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1194. ΙΙ. δαίμονες ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 121, εἶναι αἱ ψυχαὶ τῶν τοῦ χρυσοῦ αἰῶνος ἀνθρώπων, αἵτινες καὶ ἐνεργοῦσιν ὡς προστάτιδες θεότητες ἢ φύλακες, Λατ. lares, lemures, genii, πρβλ. Θέογν. 1348, Φωκυλ. 15 Bgk., Πλάτ. Φαίδωνι 108B, κτλ.· θεῶν μὲν παῖδες, θεοὶ δὲ οὐ Ἀριστ. Ρητ. 3. 18, 2. Οὗτοι ἀπετέλουν τὸν κρίκον τὸν συνδέοντα τοὺς θεοὺς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους· σπανίως καθ’ ἑνικ., δαίμονι δ’ οἷος ἔησθα τὸ ἐργάζεσθαι ἄμεινον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 312· τὸν δὲ δαίμονα Δαρεῖον ἀνακαλεῖσθε, ἐπὶ τοῦ θεοποιηθέντος Δαρείου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 620· νῦν δ’ ἐστὶ μάκαιρα δ., ἐπὶ τῆς Ἀλκήστιδος, Εὐρ. Ἀλκ. 1003. Ἐντεῦθεν ὅταν ἀναφέρωνται δαίμονες καὶ θεοὶ ὁμοῦ, οἱ δαίμονες εἶναι θεότητες κατωτέρας τάξεως (πρβλ. δαιμόνιον ΙΙ)· σημειωτέον δὲ ἐνταῦθα ὅτι τὸ θεὸς οὐδέποτε κεῖται ἀντὶ τοῦ δαίμων, εἰ καὶ τὸ δαίμων κεῖται ἀντὶ τοῦ θεός, ἴδε σημασ. Ι. –Παρὰ μεταγεν., ἐπὶ τῶν ψυχῶν τῶν τεθνεώτων, Λατ. manes, lemures, Λουκ. Πένθ. 24· δαίμοσιν εὐσεβέσιν Ἐπιγράμ. Ἑλλην. 607. ΙΙΙ. ἐν τῇ Κ. Δ. =πονηρὸν πνεῦμα, διάβολος. Β. =δαήμων, γινώσκων, ἔμπειρος, δ. μάχης, ἔμπειρος τῆς μάχης, Ἀρχίλ. 4. 4. Ὁ Πλάτ. ἐν Κρατ. 398B, προτείνει αὕτη νὰ θεωρηθῇ ὡς ἡ πρώτη σημασία· ἐνῷ ἕτεροι προτείνουσι τὴν γραφὴν δαήμονες παρ’ Ἀρχιλ., καὶ νὰ ἀπαλλαχθῶμεν ὅλως τῆς τοιαύτης σημασίας· πρβλ. ὅμως τὴν λ. αἵμων. Πιθανώτερον ἡ ῥίζα τοῦ δαίμων (θεότης) εἶναι δαίω, διαμοιράζω τὰς τύχας· πρβλ. Ἀλκμᾶνα 48.

English (Autenrieth)

ονος. divinity, divine power; sometimes equivalent to θεός, but especially of the gods in their dealings with men, Il. 3.420; σὺν δαίμονι, ‘with the help of God,’ κακὸς δαίμων, δαίμονος αἶσα κακή, etc.; hence freq. ‘fate,’ ‘destiny,’ πάρος τοι δαίμονα δώσω, thydeath,’ Il. 8.166.

English (Slater)

δαίμων (δαίμων, -ονος, -ον(α); -όνων, -όνεσσι, -ονας)
a god
I ἔστι δ ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά (O. 1.35) δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες (O. 6.46) κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας (P. 1.12) χρὴ τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστευέμεν (P. 3.59) καὶ τίς ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν; (N. 5.16) ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον (N. 9.45) χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις δαιμόνων βουλαῖς (I. 4.19) κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν (I. 5.11) (Αἰακός) ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε (I. 8.24)
II specifically. φαυσίμβροτος δαίμων Ὑπεριονίδας (O. 7.39) “οἰοπόλος δαίμων” (ὁ Τρίτων. Σ.) (P. 4.28) ξεινοδόκησέν τε δαίμων fr. 311.
III sing. heaven, gods τύχᾳ μὲν δαίμονος (O. 8.67) ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ (O. 9.28) τὰ δοὐκ ἐπἀνδράσι κεῖται· δαίμων δὲ παρίσχει (P. 8.76) Ἄπολλον, γλυκὺ δἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται (P. 10.10) ἔκ δὲ τελευτάσει νιν ἤτοι σάμερον δαίμων (P. 12.30) σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν ἐπήρατον (I. 6.12) θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες· δαίμων δἄισος (I. 7.43)
b genius, guardian spirit, fortune λτ;γτ;ενοφῶντος εὔθυνε δαίμονος οὖρον (O. 13.28) εἰ δὲ δαίμων γενέθλιος ἕρποι (O. 13.105) δαίμων δἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις ἐδαμάσσατό νιν (ὁ κακοποιός, ὡς πρὸς τὸν ἀγαθόν. Σ.) (P. 3.34) τὸν δἀμφέποντ' αἰεὶ φρασὶν δαίμον ἀσκήσω (P. 3.109) Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων (P. 5.123) κατερεῖς πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν (sc. Αἴγινα) (Pae. 6.131)

English (Strong)

from daio (to distribute fortunes); a dæmon or supernatural spirit (of a bad nature): devil.

English (Thayer)

δαίμονος, ὁ, ἡ;
1. in Greek authors, a god, a goddess; an inferior deity, whether good or bad; hence, ἀγαθοδαιμονες and κακοδαιμονες are distinguished (cf. Winer's Grammar, 23 (22)).
2. In the N. T. an evil spirit (see δαιμόνιον, 2): R L); R G L marginal reading); ); L T Tr WH δαιμονίων). (B. D. (especially American edition) under the word Smith's Bible Dictionary, Demon; cf. δαιμονίζομαι.)

Greek Monolingual

ο
βλ. δαίμονας.

Greek Monotonic

δαίμων: -ονος, ἡ, ὁ,
I. 1. θεός, θεά, θείο ον όπως θεός, θεά, σε Όμηρ., Τραγ. κ.λπ.· στον Όμηρ. επίσης θεότητα ή θεϊκή δύναμη (το θεός υποδηλώνει το ίδιο το πρόσωπο του θεού), Λατ. numen· πρὸς δαίμονα, ενάντια στη θεϊκή δύναμη· σὺν δαίμονι, με τη βοήθειά του, με την εύνοια του θεού, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, κατὰ δαίμονα = τύχῃ, κατά τύχη, κατά σύμπτωση, σε Ηρόδ.· ἐν τῷ δ. = θεῶν ἐν γούνασι, σε Σοφ.
2. το «δαιμόνιο» κάποιου ή το πνεύμα κάποιου, τύχη ή μοίρα, στυγερὸς δαίμων, σε Ομήρ. Οδ.· δαίμονος αἶσα κακή, στο ίδ.· ως απόλ., ευνοϊκή ή δυσμενής τύχη, μοίρα, τύχη, ειμαρμένη, πεπρωμένο, σε Τραγ.· ιδίως, λέγεται για το κακοποιό πνεύμα μιας οικογένειας, σε Αισχύλ.
II. δαίμονες, στον Ησίοδ., είναι το πνεύμα των ανθρώπων του χρυσού αιώνα, το οποίο λειτουργεί ως φύλακας άγγελος· μεταγεν., λέγεται για τις ψυχές των πεθαμένων, Λατ. manes, lemures, σε Λουκ.
III. στην Κ.Δ., διαβολικό πνεύμα, δαίμονας, Σατανάς (πιθ. από το δαίω Β, διαχωρίζω ή διαμοιράζω το πεπρωμένο).

Frisk Etymological English

-ονος
Grammatical information: m. f.
Meaning: godlike power, god (Il.).
Derivatives: Adj. δαιμόνιος belonging to δ. (Il.); on δαιμόνιε s. E. Brunius-Nilsson Δαιμόνιε. Diss. Uppsala 1955; n. δαιμόνιον godlike power, "daimonion" (Ion.-Att.); δαιμονικός id. (Plu.); δαιμονιακός id. (PMag. Osl. 1, 143); δαιμονιώδης like a δ. (Ep. Jac., Prokl.). - Rare and late δαιμονίς (Procl.) and δαιμόνισσα (PMag. Leid. W. 16, 48). - On δαιμονή (Alkm. 69?), s. Schwyzer 524. - Denomin. δαιμονάω be possessed by a δ. (A.), δαιμονιάω id. (Phld.), δαιμονητιᾳ̃ δαιμονίζεται. Κρῆτες H., after verbs of disease in -άω, -ιάω and -ητιάω (Schwyzer 731f.); δαιμονίζομαι id. (Philem.) with δαιμονισμός (Vett. Val.), become a god (S. Fr. 173, H.); δαιμονιάζομαι = δαιμονιάω (pap.). - Often as 2. member of compounds: bahuvrihi (βαρυ-, δυσ-); substantives (ἀγαθο-, ἀνθρωπο-).
Origin: IE [Indo-European] [175] *deh₂-(i-) cut, divide
Etymology: To δαίομαι (s. v.), as divider (cf. v. Wilamowitz Glaube 1, 363); cf. OP baga-, OCS bogъ god beside Av. baga- part, Skt. bhága- id., to bhájati divide. Not prop. "Zerreißer, Fresser (der Leichen)" as god of death, which does not fit the meaning of δαίμων. - See Nilsson Gr. Rel.2 1, 216ff. On more recent developments s. Chantraine CRAI 1954, 452-5.

Middle Liddell

[Perh. from δαίω B, to divide or distribute destinies.]
I. a god, goddess, like θεός, θεά, Hom., Trag., etc.:—in Hom. also deity or divine power (θεός denotes a god in person), Lat. numen; πρὸς δαίμονα against the divine power; σὺν δαίμονι with it, by its favour, Il.:—so, κατὰ δαίμονα, nearly = τύχηι, by chance, Hdt.; ἐν τῶι δ. = θεῶν ἐν γούνασι, Soph.
2. one's daemon or genius, one's lot or fortune, στυγερὸς δαίμων Od.; δαίμονος αἶσα κακή Od.: absol. good or ill fortune, Trag.; especially of the evil genius of a family, Aesch.
II. δαίμονες, in Hes., are the souls of men of the golden age, forming the link between gods and men:—later, of any departed souls, Lat. manes, lemures, Luc.
III. in NTest. an evil spirit, a demon, devil.

Frisk Etymology German

δαίμων: -ονος
{daímōn}
Grammar: m. f.
Meaning: göttliche Macht, Geschick, Gott (seit Il.).
Derivative: Zahlreiche Ableitungen. Adjektiva: 1. δαιμόνιος ‘zum δ. gehörig, vom Geschick, von Gott gesandt’ (seit Il.); zu δαιμόνιε als Anrede s. die Monographie von E. Brunius-Nilsson Δαιμόνιε. Diss. Uppsala 1955; n. δαιμόνιον göttliche Macht, "Daimonion" (ion. att.); 2. δαιμονικός ib. (Plu.); 3. δαιμονιακός ib. (PMag. Osl. 1, 143; nach κυριακός u. a.); 4. δαιμονιώδης ‘einem δ. gleich’ (Ep. Jac., Prokl. u. a.). — Seltene und späte Femininbildungen: δαιμονίς (Prokl., Herm.) und δαιμόνισσα (PMag. Leid. W. 16, 48); vgl. βασιλίς, βασίλισσα. — Fragliche Abstraktbildung δαιμονή (Alkm. 69?, A. Eu. 727?), s. die Lit. bei Schwyzer 524. — Denominative Verba: 1. δαιμονάω ‘von einem δ. heimgesucht werden, besessen sein’ (A., E., X. usw.), 2. δαιμονιάω ib. (Phld.), 3. δαιμονητιᾷ· δαιμονίζεται. Κρῆτες H., nach den Krankheitsverba auf -άω, -ιάω und -ητιάω (Schwyzer 731f.); 4. δαιμονίζομαι ib. (Philem., NT usw.) mit δαιμονισμός (Vett. Val.), vergöttert werden (S. Fr. 173, H.); 5. δαιμονιάζομαι = δαιμονιάω (Pap.). — Oft als 2. Glied von Komposita: 1. Bahuvrihi (βαρυ-, δυσ-, εὐ- [παν-, τρισ-, ὑπερ-], ἐχθρο-, ἰσο-, κακο-[τρισ-], κοιλιο-, ὀλβιο-, ὁμο-, φιλο-); 2. Substantiva (ἀγαθο- guter Geist, ἀνθρωπο- ‘verg?ttlichter, Mensch’, ἀρχι- Oberdämon, αὐτο- urbildlicher Dämon, βροτο- Halbgott H., θεο- niedre Gottheit, νεκυ- Totengeist, νεκυο- Totengott, πλανο- Truggeist, τυραννο- Übertyrann, φυγαδο- alchemistische Bez. des Quecksilbers); dazu komische Augenblicksbildungen (βλεπε-, κρονο-, νακο-, σορο-, τρυγο-); 3. Rektionskomposita (ἀ)δεισι-.
Etymology: Zu δαίομαι (s. d.), u. zw. wahrscheinlich im Sinn von Verteiler, Zuteiler (vgl. v. Wilamowitz Glaube 1, 363); vgl. insbesondere apers. baga-, aksl. bogъ Gott neben aw. baga- Anteil, Los, aind. bhága- ‘Anteil, Los, Geschick; Zuteiler, Herr’, zu bhájati ‘(zu)teilen’. Nach Porzig IF 41, 169ff. dagegen eig. "Zerreißer, Fresser (der Leichen)" als urspr. Totengott, was sich indessen mit der tatsächlichen Bedeutung von δαίμων schwer vereinigen läßt. Abzulehnen v. Windekens Le Muséon 63, 104ff. ("pelasgisch"). — Ausführlich über δαίμων Nilsson Gr. Rel.2 1, 216ff. Über die Bedeutungsentwicklung in neuerer Zeit (Dämon usw.) s. auch Chantraine Aspects du vocabulaire grec et de sa survivance en français. Paris 1954 (Institut de France 1954: 19).
Page 1,340-341

Chinese

原文音譯:da⋯mwn 呆蒙
詞類次數:名詞(5)
原文字根:教
字義溯源:鬼,鬼魔,污鬼,污靈;源自(δαίμων)X*=分配幸運)。和合本總是將污靈譯為:污鬼。參讀 (ἄνεμος)同義字參讀 (δαιμόνιον)同義字
出現次數:總共(5);太(1);可(1);路(1);啓(2)
譯字彙編
1) 鬼魔的(2) 啓16:14; 啓18:2;
2) 鬼(1) 路8:29;
3) 污鬼(1) 可5:12;
4) 群鬼(1) 太8:31

English (Woodhouse)

destiny, fortune, goddess, divine power, familiar spirit, one's familiar genius, one's lot

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)