καλλικόμας: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m. dor. c.</i> [[καλλίκομος]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m. dor. c.</i> [[καλλίκομος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καλλικόμας [καλός, κόμη] adj., met mooi haar. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καλλῐκόμᾱς:''' adj. m дор. Eur. = [[καλλίκομος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καλλικόμας:''' ὁ, = το επόμ., σε Ευρ. | |lsmtext='''καλλικόμας:''' ὁ, = το επόμ., σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[καλλι]]-κόμας, ου, = [[καλλίκομος]], Eur.] | |mdlsjtxt=[[καλλι]]-κόμας, ου, = [[καλλίκομος]], Eur.] | ||
}} | }} |
Revision as of 23:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, = καλλίκομος (beautiful-haired, with beautiful foliage), πλόκαμος E. IA 1080 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m. dor. c. καλλίκομος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλικόμας [καλός, κόμη] adj., met mooi haar.
Russian (Dvoretsky)
καλλῐκόμᾱς: adj. m дор. Eur. = καλλίκομος.
Greek (Liddell-Scott)
καλλικόμας: ὁ, καλλίτριχος, καλλικόμαν πλόκαμον Εὐρ. Ι. Α. 1080.
Greek Monolingual
καλλικόμας, ὁ (Α)
ο καλλίκομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κόμας (< κόμη), πρβλ. ηλιοκόμας, στραβαλοκόμας].
Greek Monotonic
καλλικόμας: ὁ, = το επόμ., σε Ευρ.
Middle Liddell
καλλι-κόμας, ου, = καλλίκομος, Eur.]