κυνοπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à figure de chien.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[πρόσωπον]].
|btext=ος, ον :<br />à figure de chien.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[πρόσωπον]].
}}
{{elnl
|elnltext=κυνοπρόσωπος -ον [κύων, πρόσωπον] met een hondenkop.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνοπρόσωπος:''' [[с собачьей мордой]] Luc., Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῠνοπρόσωπος:''' -ον ([[πρόσωπον]]), αυτός που έχει [[πρόσωπο]] σκύλου, σε Λουκ.
|lsmtext='''κῠνοπρόσωπος:''' -ον ([[πρόσωπον]]), αυτός που έχει [[πρόσωπο]] σκύλου, σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=κυνοπρόσωπος -ον [κύων, πρόσωπον] met een hondenkop.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνοπρόσωπος:''' [[с собачьей мордой]] Luc., Sext.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῠνο-[[πρόσωπος]], ον [[πρόσωπον]]<br />dog-faced, Luc.
|mdlsjtxt=κῠνο-[[πρόσωπος]], ον [[πρόσωπον]]<br />dog-faced, Luc.
}}
}}

Revision as of 23:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοπρόσωπος Medium diacritics: κυνοπρόσωπος Low diacritics: κυνοπρόσωπος Capitals: ΚΥΝΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: kynoprósōpos Transliteration B: kynoprosōpos Transliteration C: kynoprosopos Beta Code: kunopro/swpos

English (LSJ)

ον, dog-faced, Luc.DMar.7.2, VH1.16, S.E.P.3.219; of men, like κυνοκέφαλος, Ael.NA10.25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à figure de chien.
Étymologie: κύων, πρόσωπον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνοπρόσωπος -ον [κύων, πρόσωπον] met een hondenkop.

Russian (Dvoretsky)

κῠνοπρόσωπος: с собачьей мордой Luc., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον κυνός, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 7. 2, π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 16· ― ἐπὶ ἀνθρώπων, ὡς τὸ κυνοκέφαλος, Αἰλ. π. Ζ. 10. 25.

Spanish

de rostro de perro

Greek Monolingual

κυνοπρόσωπος, -ον (Α)
1. αυτός που μοιάζει με σκύλο, σκυλομούρης
2. κυνοκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + πρόσωπον.

Greek Monotonic

κῠνοπρόσωπος: -ον (πρόσωπον), αυτός που έχει πρόσωπο σκύλου, σε Λουκ.

Middle Liddell

κῠνο-πρόσωπος, ον πρόσωπον
dog-faced, Luc.