προαιτιάομαι: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />accuser auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[αἰτιάομαι]].
|btext=-ῶμαι;<br />accuser auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[αἰτιάομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=προ-αιτιάομαι van tevoren beschuldigen.
}}
{{elru
|elrutext='''προαιτιάομαι:''' [[ранее или наперед обвинять]] (τινα ὑφ᾽ ἁμαρτίαν εἶναι NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προαιτιάομαι:''' αποθ., [[επιρρίπτω]] ευθύνες ή κατηγορίες από [[πριν]], τινα [[εἶναι]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''προαιτιάομαι:''' αποθ., [[επιρρίπτω]] ευθύνες ή κατηγορίες από [[πριν]], τινα [[εἶναι]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elnl
|elnltext=προ-αιτιάομαι van tevoren beschuldigen.
}}
{{elru
|elrutext='''προαιτιάομαι:''' [[ранее или наперед обвинять]] (τινα ὑφ᾽ ἁμαρτίαν εἶναι NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 23:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαιτιάομαι Medium diacritics: προαιτιάομαι Low diacritics: προαιτιάομαι Capitals: ΠΡΟΑΙΤΙΑΟΜΑΙ
Transliteration A: proaitiáomai Transliteration B: proaitiaomai Transliteration C: proaitiaomai Beta Code: proaitia/omai

English (LSJ)

accuse beforehand, τινὰ εἶναι Ep.Rom.3.9.

German (Pape)

[Seite 706] dep. med., vorher beschuldigen, N. T.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
accuser auparavant.
Étymologie: πρό, αἰτιάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αιτιάομαι van tevoren beschuldigen.

Russian (Dvoretsky)

προαιτιάομαι: ранее или наперед обвинять (τινα ὑφ᾽ ἁμαρτίαν εἶναι NT).

Greek (Liddell-Scott)

προαιτιάομαι: ἀποθ., κατηγορῶ ἐκ τῶν προτέρων, προῃτιασάμεθα γάρ Ἰουδαίους τε καὶ Ἕλληνας, διότι προεξηλέγξαμεν Ἰουδ. κτλ., Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. γ΄, 9.

English (Strong)

from πρό and a derivative of αἰτία; to accuse already, i.e. previously charge: prove before.

Greek Monotonic

προαιτιάομαι: αποθ., επιρρίπτω ευθύνες ή κατηγορίες από πριν, τινα εἶναι, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell


Dep. to accuse beforehand, τινα εἶναι NTest.

Chinese

原文音譯:proaiti£omai 普羅埃提阿哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:以前-請求
字義溯源:已經控告,已先證明,預先控訴;由(πρό)*=前)與(αἰτία)=原因)組成;而 (αἰτία)出自(αἰτέω)*=問)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 我們已先證明(1) 羅3:9