πολυμισής: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />tout à fait odieux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[μῖσος]].
|btext=ής, ές :<br />tout à fait odieux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[μῖσος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυμισής -ές [πολύς, μῖσος] vol haat.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυμῑσής:''' [[крайне ненавистный]] ([[τέχνη]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολῠμῑσής:''' -ές ([[μῖσος]]), αυτός που μισεί [[πολύ]], σε Λουκ.
|lsmtext='''πολῠμῑσής:''' -ές ([[μῖσος]]), αυτός που μισεί [[πολύ]], σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυμισής -ές [πολύς, μῖσος] vol haat.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυμῑσής:''' [[крайне ненавистный]] ([[τέχνη]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-μῑσής, ές [[μῖσος]]<br />[[much]]-[[hating]], Luc.
|mdlsjtxt=πολῠ-μῑσής, ές [[μῖσος]]<br />[[much]]-[[hating]], Luc.
}}
}}

Revision as of 23:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμῑσής Medium diacritics: πολυμισής Low diacritics: πολυμισής Capitals: ΠΟΛΥΜΙΣΗΣ
Transliteration A: polymisḗs Transliteration B: polymisēs Transliteration C: polymisis Beta Code: polumish/s

English (LSJ)

ές, much-hating, Luc.Pisc.20.

German (Pape)

[Seite 666] ές, viel gehaßt, Luc. Pisc. 20.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait odieux.
Étymologie: πολύς, μῖσος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυμισής -ές [πολύς, μῖσος] vol haat.

Russian (Dvoretsky)

πολυμῑσής: крайне ненавистный (τέχνη Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμισής: -ές, ὁ μισῶν πολλὰ πράγματα, Ἡράκλεις, πολυμισῆ τινα μέτει τὴν τέχνην Λουκ. Ἁλιεὺς 20. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 323.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που μισεί πολλά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μισής (< μίσος), πρβλ. παντο-μισής].

Greek Monotonic

πολῠμῑσής: -ές (μῖσος), αυτός που μισεί πολύ, σε Λουκ.

Middle Liddell

πολῠ-μῑσής, ές μῖσος
much-hating, Luc.