γραμματοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui porte des lettres (<i>lat.</i> tabellarius).<br />'''Étymologie:''' [[γράμμα]], [[φέρω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui porte des lettres (<i>lat.</i> tabellarius).<br />'''Étymologie:''' [[γράμμα]], [[φέρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[γραμματοφόρος]] -ου, ὁ [[γράμμα]], [[φέρω]] koerier.
}}
{{elru
|elrutext='''γραμμᾰτοφόρος:''' ὁ [[письмоносец]], [[гонец]] Polyb., Plut., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γραμμᾰτοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει γράμματα, σε Πολύβ.
|lsmtext='''γραμμᾰτοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει γράμματα, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''γραμμᾰτοφόρος:''' ὁ [[письмоносец]], [[гонец]] Polyb., Plut., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φέρω]]<br />[[letter]]-[[carrying]], Polyb.
|mdlsjtxt=[[φέρω]]<br />[[letter]]-[[carrying]], Polyb.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γραμματοφόρος]] -ου, ὁ [[γράμμα]], [[φέρω]] koerier.
}}
}}

Revision as of 11:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γραμμᾰτοφόρος Medium diacritics: γραμματοφόρος Low diacritics: γραμματοφόρος Capitals: ΓΡΑΜΜΑΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: grammatophóros Transliteration B: grammatophoros Transliteration C: grammatoforos Beta Code: grammatofo/ros

English (LSJ)

ὁ, letter-carrier, Plb. 2.61.4, al., Plu.Pel.10.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): frec. γραμματηφ- (esp. pap.)
I 1portador de cartas, mensajero γραμματοφόρον εἰσήγαγον Plb.1.79.9, ἐξαπέστειλε ... γραμματοφόρους Plb.2.61.4, ὁ ... πρεσβευτὴς ἢ γ. TAM 3.2.20 (Termeso II a.C.), ὁ γ. καὶ τὴν ἐπιστολὴν ἐπιδούς Plu.Pel.10, ἔδει δὲ πανταχόσε τῆς ἀρχῆς διαθεῖν τοὺς γραμματηφόρους τὰ ἐπιτάγματα τοῦ Ἀλεξάνδρου κομίζοντας Luc.Rh.Pr.5, παρεγένετο ἀπὸ βασιλέως Κροίσου γ. Vit.Aesop.G 92, cf. Plb.29.25.1, D.H.20.4.6, Plu.Galb.8, 2.799e, D.C.49.18.5, 63.11.4, 78.14.1, I.AI 11.318.
2 esp. biz. cartero, correo del servicio postal urgente, esp. fluvial ἁλιαδίτης ἤτοι γραμματηφόρος τοῦ ὀξέως δρόμου PFlor.39.6 (IV d.C.) en BL 1.138, cf. PSI 1108.8 (IV d.C.), POxy.3623.8 (IV d.C.), ἁ[λιάδας εἰς τὴν τῶν] γραμματηφόρων ὑπηρεσίαν PBeatty Panop.1.61 (IV d.C.), οἱ διὰ τοῦ πλοῦ τὴν ὁδοιπορίαν ποιούμενοι γραμματοφόροι PBeatty Panop.1.253 (IV d.C.).
II adj.
1 portador de la carta, que lleva la carta, o más bien esta carta οἱ γραμματηφόροι γεωργοί PLond.1073.1 (VI d.C.), γ. ἀνήρ PMasp.194.5 (VI d.C.), μετὰ τῆς γραμματηφό[ρου γυναικό] ς POxy.1839.1 (VI d.C.), τοῦτο ἔπεμψα διὰ τοῦ γραμματηφόρου σταβλίτου POxy.1858.3 (VI/VII d.C.)
subst. Ἑλλάδιος ... ἔγραψεν μοι διὰ τοῦ γραμματηφόρου PMasp.194.3 (VI d.C.), tb. fem. ἡ γ. Stud.Pal.20.212.1 (VI/VII d.C.).
2 del servicio de correos, postal ἁλιάδες γραμματηφόροι τοῦ ὀξέως δρόμου lanchas o falúas correo del cursus velox, POxy.2765.9 (IV d.C.) (cf. I 2).

German (Pape)

[Seite 504] Briefe tragend, tabellarius, Pol. 2, 61, 4 u. öfter; Luc. rhet. praec. 5; auch γραμματηφόρος, s. Lob. zu Phryn. 682.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui porte des lettres (lat. tabellarius).
Étymologie: γράμμα, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραμματοφόρος -ου, ὁ γράμμα, φέρω koerier.

Russian (Dvoretsky)

γραμμᾰτοφόρος:письмоносец, гонец Polyb., Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμᾰτοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἐπιστολάς, Πολύβ. 2. 61, 4, κλ.

Greek Monolingual

γραμματοφόρος, ο (AM)
ταχυδρόμος
μσν.
ως επίθ. γραμματισμένος.

Greek Monotonic

γραμμᾰτοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει γράμματα, σε Πολύβ.

Middle Liddell

φέρω
letter-carrying, Polyb.