καθησυχάζω: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1285.png Seite 1285]] verstärktes simplex, Pol. 9, 32, 2; schweigen, Plut. Ages. 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1285.png Seite 1285]] verstärktes simplex, Pol. 9, 32, 2; schweigen, Plut. Ages. 20.
}}
{{elnl
|elnltext=καθ-ησυχάζω zich koest houden, rustig blijven.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθησῠχάζω:''' [[становиться совершенно спокойным]], [[умолкать]] Polyb., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[καθησυχάζω]])<br />[[ηρεμώ]], [[γίνομαι]] [[γαλήνιος]] και [[ατάραχος]], καταπραΰνομαι (α. «καθησύχασε [[μόλις]] άκουσε τα νέα» β. «[[ἐπεὶ]] δέ ποτε καθησύχασαν, οὕτω πως ἤρξατο τοῦ λέγειν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να ησυχάσει, [[καταπραΰνω]], [[μαλακώνω]], [[ξαναδίνω]] σε κάποιον την ψυχική [[γαλήνη]] («ο [[γιατρός]] μάς καθησύχασε με τη διάγνωσή του»)<br />αρχ. <b>μέσ.</b> <i>καθησυχάζομαι</i><br />[[ηρεμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἡσυχ</i>-<i>άζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἥσυχος]])].
|mltxt=(Α [[καθησυχάζω]])<br />[[ηρεμώ]], [[γίνομαι]] [[γαλήνιος]] και [[ατάραχος]], καταπραΰνομαι (α. «καθησύχασε [[μόλις]] άκουσε τα νέα» β. «[[ἐπεὶ]] δέ ποτε καθησύχασαν, οὕτω πως ἤρξατο τοῦ λέγειν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να ησυχάσει, [[καταπραΰνω]], [[μαλακώνω]], [[ξαναδίνω]] σε κάποιον την ψυχική [[γαλήνη]] («ο [[γιατρός]] μάς καθησύχασε με τη διάγνωσή του»)<br />αρχ. <b>μέσ.</b> <i>καθησυχάζομαι</i><br />[[ηρεμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἡσυχ</i>-<i>άζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἥσυχος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθησῠχάζω:''' [[становиться совершенно спокойным]], [[умолкать]] Polyb., Plut.
}}
{{elnl
|elnltext=καθ-ησυχάζω zich koest houden, rustig blijven.
}}
}}

Revision as of 11:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθησῠχάζω Medium diacritics: καθησυχάζω Low diacritics: καθησυχάζω Capitals: ΚΑΘΗΣΥΧΑΖΩ
Transliteration A: kathēsycházō Transliteration B: kathēsychazō Transliteration C: kathisychazo Beta Code: kaqhsuxa/zw

English (LSJ)

strengthened for ἡσυχάζω, Plb.9.32.2, Ph.2.71, BGU 36.14 (Trajan):—Med., fut. καθησυχάσομαι Lyr.Alex.Adesp.4.24.

German (Pape)

[Seite 1285] verstärktes simplex, Pol. 9, 32, 2; schweigen, Plut. Ages. 20.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-ησυχάζω zich koest houden, rustig blijven.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθησῠχάζω: становиться совершенно спокойным, умолкать Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

καθησῠχάζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἡσυχάζω, Πολύβ. 9. 32, 2, Φίλων 2. 71.

Greek Monolingual

καθησυχάζω)
ηρεμώ, γίνομαι γαλήνιος και ατάραχος, καταπραΰνομαι (α. «καθησύχασε μόλις άκουσε τα νέα» β. «ἐπεὶ δέ ποτε καθησύχασαν, οὕτω πως ἤρξατο τοῦ λέγειν», Πολ.)
νεοελλ.
κάνω κάποιον να ησυχάσει, καταπραΰνω, μαλακώνω, ξαναδίνω σε κάποιον την ψυχική γαλήνη («ο γιατρός μάς καθησύχασε με τη διάγνωσή του»)
αρχ. μέσ. καθησυχάζομαι
ηρεμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἡσυχ-άζω (< ἥσυχος)].