δαϊκτήρ: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br />déchirant (gémissement).<br />'''Étymologie:''' [[δαΐζω]]. | |btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br />déchirant (gémissement).<br />'''Étymologie:''' [[δαΐζω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δαϊκτήρ -ῆρος, ὁ [δαΐζω] iemand die doorklieft, verscheurt; als adj., overdr. (hart)verscheurend. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δαϊκτήρ:''' ῆρος adj. (душе)раздирающий ([[γόος]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δᾰϊκτήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[φονιάς]]· ως επίθ., αυτός που σπαράζει την [[καρδιά]], που ξεσχίζει την [[καρδιά]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''δᾰϊκτήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[φονιάς]]· ως επίθ., αυτός που σπαράζει την [[καρδιά]], που ξεσχίζει την [[καρδιά]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 3 October 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A slayer, murderer, of Ares, Alc.28. 2 as adjective, heart-rending, γόος A.Th.916 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ῆρος
desgarrador, γόος A.Th.916
•c. gen. τῆς καρδίας μου Sch.A.Supp.798.
German (Pape)
[Seite 514] ῆρος, ὁ, γόος, herzzerreißende Trauer, Aesch. Spt. 899.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
déchirant (gémissement).
Étymologie: δαΐζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαϊκτήρ -ῆρος, ὁ [δαΐζω] iemand die doorklieft, verscheurt; als adj., overdr. (hart)verscheurend.
Russian (Dvoretsky)
δαϊκτήρ: ῆρος adj. (душе)раздирающий (γόος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δᾰϊκτήρ: ῆρος, ὁ, φονεύς, ὁ φονεύων ἐπὶ τοῦ Ἄρεως, Ἀλκαῖ. 20 Ahr. 2) ὡς ἐπίθ., σπαράσσων, φθείρων, γόος Αἰσχύλ. Θήβ. 916· πρβλ. δαϊκτής, δαΐκτωρ.
Greek Monolingual
δαϊκτήρ (-ῆρος), ο (Α) δαΐζω (Ι)]
1. αυτός που σκοτώνει (για τον Άρη)
2. ως επίθ. ο σπαραχτικός («δαϊκτὴρ γόος», Αιοχ).
Greek Monotonic
δᾰϊκτήρ: -ῆρος, ὁ, φονιάς· ως επίθ., αυτός που σπαράζει την καρδιά, που ξεσχίζει την καρδιά, σε Αισχύλ.