δωροφορικός: Difference between revisions
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />offert en présent.<br />'''Étymologie:''' [[δωροφορέω]]. | |btext=ή, όν :<br />offert en présent.<br />'''Étymologie:''' [[δωροφορέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δωροφορικός -ή -όν [δωροφόρος] geschenken brengend. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δωροφορικός:''' [[приносящий дары]], [[дарящий]] Plat. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δωροφορικός]], -ή, -όν (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει δώρα<br /><b>2.</b> αυτός που προσφέρεται ως [[δώρο]]. | |mltxt=[[δωροφορικός]], -ή, -όν (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει δώρα<br /><b>2.</b> αυτός που προσφέρεται ως [[δώρο]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, = δωροφόρος (bringing presents, tributary), Pl.Sph.222d. II given as a present, στολή Ael.VH1.22.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que ofrece regalos o consigue algo mediante regalos op. ‘que se obtiene previo pago’, Pl.Sph.222d, cf. Sud.s.u. θυσία.
2 de donación, regalado del vestido medo que se daba como regalo a los embajadores de Grecia u otras zonas ὄνομα δὲ τῇ στολῇ δωροφορική Ael.VH 1.22, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 696] ή, όν, Geschenke bringend; Plat. Soph. 222 d; στολή, als Geschenk dargebracht, Ael. V. H. 1, 22.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
offert en présent.
Étymologie: δωροφορέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δωροφορικός -ή -όν [δωροφόρος] geschenken brengend.
Russian (Dvoretsky)
δωροφορικός: приносящий дары, дарящий Plat.
Greek (Liddell-Scott)
δωροφορικός: -ή, -όν, δῶρα φέρων, Πλάτ. Σοφ. 222D. 2) ὡς δῶρον προσφερόμενος, στολὴ Αἰλιαν. Π. Ἱ. 122· ἐσθὴς «ἣν βασιλεὺς Περσῶν δωρεῖται» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
δωροφορικός, -ή, -όν (AM)
1. αυτός που προσφέρει δώρα
2. αυτός που προσφέρεται ως δώρο.