διαλογή: Difference between revisions

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0587.png Seite 587]] ἡ, 1) Auswahl, Arist. Polit. 2, 8. – 2) Bei Sp. = [[διάλογος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0587.png Seite 587]] ἡ, 1) Auswahl, Arist. Polit. 2, 8. – 2) Bei Sp. = [[διάλογος]].
}}
{{elnl
|elnltext=διαλογή -ῆς, ἡ [διαλέγω] telling.
}}
{{elru
|elrutext='''διαλογή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[подсчет]] (τῶν [[ψήφων]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[перечень]] (τῶν ἕξεων Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[διαλογή]]) [[διαλέγω]]<br />[[επιλογή]], [[διάλεγμα]], [[ξεχώρισμα]], [[ξεδιάλεγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκέψη]], [[στόχαση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απαρίθμηση]]<br /><b>2.</b> [[συνδιάλεξη]].
|mltxt=η (Α [[διαλογή]]) [[διαλέγω]]<br />[[επιλογή]], [[διάλεγμα]], [[ξεχώρισμα]], [[ξεδιάλεγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκέψη]], [[στόχαση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απαρίθμηση]]<br /><b>2.</b> [[συνδιάλεξη]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαλογή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[подсчет]] (τῶν [[ψήφων]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[перечень]] (τῶν ἕξεων Arst.).
}}
{{elnl
|elnltext=διαλογή -ῆς, ἡ [διαλέγω] telling.
}}
}}

Revision as of 11:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλογή Medium diacritics: διαλογή Low diacritics: διαλογή Capitals: ΔΙΑΛΟΓΗ
Transliteration A: dialogḗ Transliteration B: dialogē Transliteration C: dialogi Beta Code: dialogh/

English (LSJ)

ἡ, (διαλέγω) A estimate, enumeration, τῶν ψήφων Arist.Pol. 1268b17; ἡ δ. τῶν ἕξεων καθ' ἕκαστα τὰ πάθη Id.EE1222b5. 2 = διάλογος or διάλεξις, Ps.-Hdt.Vit.Hom.36. 3 account, BGU584.4, 578.4 (ii A.D.). 4 οἱ ἐπὶ τῆς δ. or πρὸς τῇ δ., officials in charge of checking and transmission of documents to the archives, POxy. 34vii 3(ii A.D.), PLips.10ii33 (iii A.D.).

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I cálculo, recuento τῶν ψήφων Arist.Pol.1268b17
enumeración τῶν ἕξεων καθ' ἕκαστα τὰ πάθη Arist.EE 1222b5.
II 1conversación ἡδυνθείη αὐτῷ ἡ δ. μου LXX Ps.103.34, cf. Ps.Hdt.Vit.Hom.36, Mac.Aeg.Serm.B 6.4.3
discusión εἰς διαλογὰς λέξεων παρεκτρέψαντες τὸν νοῦν Epiph.Const.Haer.76.9.7.
2 meditación, reflexiónδιδασκαλία καὶ ἡ δ. Epiph.Const.Haer.48.3.8, cf. 77.18.1, LXX Psalm.Salom.4 (tít.).
III admin. inspección, supervisión, control, comprobación previa de documentos remitidos a diversas instancias admin. antes de proceder a su tramitación ἐπὶ τῆς διαλογῆς τῶν ἐντεύξεων en el momento del examen de las peticiones, PAmh.33.23 (II a.C.), cf. POxy.2349.17 (I d.C.), PBerl.Leihg.10.7 (II d.C.)
esp. remitidos a la oficina del ἀρχιδικαστής de Alejandría οἱ καλούμενοι ἐπὶ τῆς διαλογῆς τῶν κατὰ καιρὸν ἀρχιδικαστῶν [γρα] μματεῖς POxy.34.2.4 (II d.C.), οἱ πρὸς τῇ διαλογῇ τῆς πόλεως PLips.10.2.33, PMich.614.8 (ambos III d.C.), cf. POxy.1200.4 (III d.C.) en BL 1.333, κατὰ τόνδε τελειωμένον καὶ ἀναπεπεμμένον ἐπὶ τοὺς τόπους ἐκ τοῦ καταλογείου ἀπὸ διαλογῆς χρηματισμόν POxy.2349.4 (I d.C.), cf. BGU 1573.1 (II d.C.), χρηματισμῶν δύο ἀπὸ διαλογῆς παρακομισθέντων POxy.3131.4 (III d.C.), cf. PFam.Teb.29.39 (II d.C.), ἧς (τῆς συγχωρήσεως) τὸν ἀναπεμφθέντα πρὸς ἡμᾶς ἀπὸ διαλογῆς χρηματισμ[ὸν] ἐπιδίδωμι ὑμεῖν σὺν ἴσοις ἀντιγράφοις PHarris 75.22 (III d.C.?), cf. BGU 578.4, PLips.122.3 (ambos II d.C.), BGU 614.4 en BL 1.56, POxy.1268.13 en BL 1.333, SB 9878.22 (todos III d.C.)
fuera de Egipto clasificación ὁ πρὸς τῇ διαλογῇ τῶν ἐν τῇ χρεοφυλακίᾳ βυβλίων el encargado de la clasificación de los registros en el archivo, Test.Salaminia 90 (II a.C.?).

German (Pape)

[Seite 587] ἡ, 1) Auswahl, Arist. Polit. 2, 8. – 2) Bei Sp. = διάλογος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαλογή -ῆς, ἡ [διαλέγω] telling.

Russian (Dvoretsky)

διαλογή:
1) подсчет (τῶν ψήφων Arst.);
2) перечень (τῶν ἕξεων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

διαλογή: ἡ, (διαλέγω) ἀκριβής ἐξαρίθμησις, διαχωρισμός καὶ ἀρίθμησις, τῶν ψήφων Ἀριστ. Πολ. 2. 8, 15· ἡ δ. τῶν ἕξεων καθ᾽ ἕκαστον τὸ πάθος ὁ αὐτ. Ἠθ. Ε. 2. 5, 8. 2) διάλογοςδιάλεξις, Βίος Ὁμ. 36.

Greek Monolingual

η (Α διαλογή) διαλέγω
επιλογή, διάλεγμα, ξεχώρισμα, ξεδιάλεγμα
νεοελλ.
σκέψη, στόχαση
αρχ.
1. απαρίθμηση
2. συνδιάλεξη.