τριγωνίστρια: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />joueuse de harpe.<br />'''Étymologie:''' [[τρίγωνον]].
|btext=ας (ἡ) :<br />joueuse de harpe.<br />'''Étymologie:''' [[τρίγωνον]].
}}
{{elnl
|elnltext=τριγωνίστρια -ας, ἡ [τρίγωνος] trigonon-speelster.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐγωνίστρια:''' ἡ [[играющая на тригоне]], [[арфистка]] Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[γυναίκα]] που έπαιζε το μουσικό όργανο [[τρίγωνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίγωνον]] «τριγωνοειδές μουσικό όργανο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. <i>ίστρια</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. σε -<i>ίζω</i>)].
|mltxt=ἡ, Α<br />[[γυναίκα]] που έπαιζε το μουσικό όργανο [[τρίγωνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίγωνον]] «τριγωνοειδές μουσικό όργανο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. <i>ίστρια</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. σε -<i>ίζω</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐγωνίστρια:''' ἡ [[играющая на тригоне]], [[арфистка]] Luc.
}}
{{elnl
|elnltext=τριγωνίστρια -ας, ἡ [τρίγωνος] trigonon-speelster.
}}
}}

Revision as of 11:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐγωνίστρια Medium diacritics: τριγωνίστρια Low diacritics: τριγωνίστρια Capitals: ΤΡΙΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Transliteration A: trigōnístria Transliteration B: trigōnistria Transliteration C: trigonistria Beta Code: trigwni/stria

English (LSJ)

ἡ, a woman who plays the τρίγωνον (11.2), Luc.Lex.8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
joueuse de harpe.
Étymologie: τρίγωνον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριγωνίστρια -ας, ἡ [τρίγωνος] trigonon-speelster.

Russian (Dvoretsky)

τρῐγωνίστρια:играющая на тригоне, арфистка Luc.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγωνίστρια: ἡ, γυνὴ παίζουσα τὸ τρίγωνον (ΙΙ. 2)˙ ψάλτρια τριγώνου, Λουκ. Λεξιφ. 8.

Greek Monolingual

ἡ, Α
γυναίκα που έπαιζε το μουσικό όργανο τρίγωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνον «τριγωνοειδές μουσικό όργανο» + κατάλ. ίστρια (< ρ. σε -ίζω)].