αἰχμητής: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />combattant armé d'une lance.<br />'''Étymologie:''' [[αἰχμή]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />combattant armé d'une lance.<br />'''Étymologie:''' [[αἰχμή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰχμητής:'''<br /><b class="num">I</b> дор. [[αἰχματάς|αἰχμᾱτάς]], οῦ adj. m<br /><b class="num">1)</b> [[копьевидный]], [[стрельчатый]] ([[κεραυνός]] Pind., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[воинственный]] ([[θυμός]], [[στρατός]], [[ἄνδρες]] Pind.; Αἰακίδαι [[Pyrrhus]] ap. Plut.).<br />οῦ ὁ копьеносец, копейщик Hom. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰχμητής:''' -οῦ, Δωρ. -ᾱτάς, <i>-ᾶ</i>, <i>ὁ</i> ([[αἰχμή]]),<br /><b class="num">I.</b> [[άνδρας]] που φέρει [[δόρυ]], [[πολεμιστής]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> στον Πίνδ. ως επίθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[μυτερός]], [[οξύς]], [[αιχμηρός]], [[κεραυνός]].<br /><b class="num">2.</b> [[φιλοπόλεμος]], [[θυμός]]. | |lsmtext='''αἰχμητής:''' -οῦ, Δωρ. -ᾱτάς, <i>-ᾶ</i>, <i>ὁ</i> ([[αἰχμή]]),<br /><b class="num">I.</b> [[άνδρας]] που φέρει [[δόρυ]], [[πολεμιστής]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> στον Πίνδ. ως επίθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[μυτερός]], [[οξύς]], [[αιχμηρός]], [[κεραυνός]].<br /><b class="num">2.</b> [[φιλοπόλεμος]], [[θυμός]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 12:39, 3 October 2022
English (LSJ)
οῦ, Dor. αἰχμ-ᾱτάς, ᾶ, ὁ, (αἰχμή) poet., A spearman, warrior, esp. opp. to archers, Il.2.543, Od.2.19, al., Archil. 119, cj.in Alcm.68,etc. II In Pi.as Adj., 1 pointed (or spear-wielding), αἰ. κεραυνός P.1.5. 2 warlike, αἰ. θυμός N.9.37:—fem. αἴχμητις (sic), EM595.39.
Spanish (DGE)
-οῦ
• Alolema(s): αἰχμητά [-ᾰ] Il.5.197, dór. αἰχμᾱτάς
• Morfología: [gen. plu. αἰχμητέων Archil.124.13]
1 lancero op. otros tipos de guerreros Ἄβαντες ἕποντ' αἰχμηταί Il.2.543, cf. Od.2.19, Λαπιθάων αἰ. Hes.Sc.178, cf. Theoc.17.88
•lancero, guerrero por excelencia, como epít. elogioso por considerarse al portador de la lanza superior a otro tipo de guerrero (frec. subst.) εἰ δέ μιν αἰχμητὴν ἔθεσαν θεοί Il.1.290, γέρων αἰχμητὰ Λυκάων Il.5.197, Ἕκτωρ Il.5.602, cf. Pi.N.5.7, B.13.133, πατέρες Tyrt.4.6, ἀνήρ Thgn.868, cf. IG 5(1).724.2 (Esparta III/II a.C.), οὐ γὰρ αἰ. πέφυκεν de Menelao, E.Or.754, αἰχμητὰ δύο (Heracles e Iolao), Archil.242.3, cf. Sch.Ar.Au.1237a, Call.SHell.238.12, στρατός Pi.O.11.19, E.Hec.118.
2 no de pers. esforzado, aguerrido θυμός Pi.N.9.37, κεραυνός del rayo de Zeus, Pi.P.1.5, ἀλέκτωρ ... αἰχμητής gallo de pelea, AP 6.155 (Theodorid.).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
combattant armé d'une lance.
Étymologie: αἰχμή.
Russian (Dvoretsky)
αἰχμητής:
I дор. αἰχμᾱτάς, οῦ adj. m
1) копьевидный, стрельчатый (κεραυνός Pind., Plut.);
2) воинственный (θυμός, στρατός, ἄνδρες Pind.; Αἰακίδαι Pyrrhus ap. Plut.).
οῦ ὁ копьеносец, копейщик Hom.
Greek (Liddell-Scott)
αἰχμητής: -οῦ, Δωρ. -ᾰτάς, ᾶ, ὁ, (αἰιχμή) ποιητικὸν ὄνομα, ὁ δόρυ φέρων, ἀνήρ, πολεμιστής, ἰδίως κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς φέροντας τόξα, Ἰλ. Β. 543, Ὀδ. Β. 19, καὶ ἀλλ.· πρβλ. αἰχμητά. ΙΙ. παρὰ Πινδάρ. ὡς ἐπίθετον: 1) λήγων εἰς ὀξύ, ὀξύς, αἰχμητὰς κεραυνός, Πινδ. Π. 1. 5. 2) φιλοπόλεμος, αἰχμ. θυμός, Ν. 9. 87: - θηλ. αἴχμητις, (προπαροξυτόνως), Ἐτυμ. Μ. 595. 39.
English (Autenrieth)
αἰχμητα (Il. 5.197): spearman, warrior; freq. implying bravery, with ἀνδρῶν, Il. 3.49.
Greek Monolingual
αἰχμητὴς και αἰχμητήρ, ο (Α) αἰχμή
1. πολεμιστής που κρατά δόρυ σε αντίθεση προς τον τοξότη
2. ως επίθ. α) αιχμηρός, οξύς
β) μαχητικός, φιλοπόλεμος.
Greek Monotonic
αἰχμητής: -οῦ, Δωρ. -ᾱτάς, -ᾶ, ὁ (αἰχμή),
I. άνδρας που φέρει δόρυ, πολεμιστής, σε Όμηρ.
II. στον Πίνδ. ως επίθ.,
1. μυτερός, οξύς, αιχμηρός, κεραυνός.
2. φιλοπόλεμος, θυμός.
Middle Liddell
αἰχμή
I. a spearman, Hom.
II. In Pind. as adj.,
1. pointed, κεραυνός.
2. warlike, θυμός.