δεξιοφανής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui se montre à droite.<br />'''Étymologie:''' [[δεξιός]], [[φαίνω]]. | |btext=ής, ές :<br />qui se montre à droite.<br />'''Étymologie:''' [[δεξιός]], [[φαίνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δεξιοφᾰνής:''' [[показывающийся с правой стороны]] (ἐν βάθει τῶν κατόπτρων Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δεξιοφανής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για εικόνες σε καθρέφτη) αυτός που δεν παρουσιάζεται [[ανεστραμμένος]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν παράγει [[εικόνα]] ανεστραμμένη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δεξιός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>εφάνην</i> (αόρ. του [[φαίνομαι]])]. | |mltxt=[[δεξιοφανής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για εικόνες σε καθρέφτη) αυτός που δεν παρουσιάζεται [[ανεστραμμένος]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν παράγει [[εικόνα]] ανεστραμμένη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δεξιός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>εφάνην</i> (αόρ. του [[φαίνομαι]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, not reversed (of images in a mirror), Plu.2.930b; not producing a reversed image, κάτοπτρα Phlp.in Mete.28.17.
Spanish (DGE)
-ές
1 no invertido εἰκόνες Plu.2.930b.
2 que no produce imágenes invertidas κάτοπτρα Phlp.in Mete.28.17, ἔνοπτρα Olymp.in Mete.264.18.
German (Pape)
[Seite 547] ές, zur Rechten erscheinend, Plut. fac. orb. lun. 17.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se montre à droite.
Étymologie: δεξιός, φαίνω.
Russian (Dvoretsky)
δεξιοφᾰνής: показывающийся с правой стороны (ἐν βάθει τῶν κατόπτρων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δεξιοφᾰνής: -ές, ὁ φαινόμενος ἐν δεξιᾷ, Πλούτ. 2. 930Β.
Greek Monolingual
δεξιοφανής, -ές (Α)
1. (για εικόνες σε καθρέφτη) αυτός που δεν παρουσιάζεται ανεστραμμένος
2. όποιος δεν παράγει εικόνα ανεστραμμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + -φανής < εφάνην (αόρ. του φαίνομαι)].