διμοιρία: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />double part, double ration.<br />'''Étymologie:''' [[δίμοιρος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />double part, double ration.<br />'''Étymologie:''' [[δίμοιρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''διμοιρία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[двойная доля]], [[двойной пай]] Xen., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[двойное жалованье]] Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐμοιρία:''' ἡ, διπλό [[μερίδιο]], [[διπλή]] [[μοιρασιά]], σε Ξεν.· [[διπλή]] [[πληρωμή]], [[διπλός]] [[μισθός]], στον ίδ.
|lsmtext='''δῐμοιρία:''' ἡ, διπλό [[μερίδιο]], [[διπλή]] [[μοιρασιά]], σε Ξεν.· [[διπλή]] [[πληρωμή]], [[διπλός]] [[μισθός]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διμοιρία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[двойная доля]], [[двойной пай]] Xen., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[двойное жалованье]] Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>n</i><br />a [[double]] [[share]], Xen.: [[double]] pay, Xen. [from [[δίμοιρος]]
|mdlsjtxt=<i>n</i><br />a [[double]] [[share]], Xen.: [[double]] pay, Xen. [from [[δίμοιρος]]
}}
}}

Revision as of 12:48, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐμοιρία Medium diacritics: διμοιρία Low diacritics: διμοιρία Capitals: ΔΙΜΟΙΡΙΑ
Transliteration A: dimoiría Transliteration B: dimoiria Transliteration C: dimoiria Beta Code: dimoiri/a

English (LSJ)

ἡ, A double share, X.An.7.2.36, Lac.15.4; δ. βασιλέως Antiph.81.5; double pay, X.HG6.1.6 (pl.). 2 two-thirds, D.H.8.77, BGU136.8 (pl., ii A. D.). II = ἡμιλόχιον, Ascl.Tact.2.2, Ael. Tact.5.2, Arr.Tact.6.2.

Spanish (DGE)

(δῐμοιρία) -ας, ἡ
I 1de bienes y dinero parte doble, porción doble ὑπέσχετο ... τῷ δὲ λοχαγῷ διμοιρίαν X.An.7.2.36, διμοιρίαν ἢ τριμοιρίαν φέρεσθαι δίκαιος es justo que reciba el doble o el triple Luc.Tim.57, asignada al primogénito en los testamentos BGU 136.8 (II d.C.)
paga doble οὓς δ' ἂν ὁρᾷ ... φιλοκινδύνως ἔχοντας πρὸς τοὺς πολέμους, τιμᾷ ... διμοιρίαις X.HG 6.1.6.
2 de comidas y bebidas porción doble, ración doble διμοιρίᾳ γε ἐπὶ τῷ δείπνῳ ἐτίμησεν X.Lac.15.4, διμοιρίαν ... λαμβάνων ἐν ταῖς θοίναις X.Ages.5.1, de vino ἔγχει ... τῆς σεμνῆς θεᾶς καὶ τοῦ γλυκυτάτου βασιλέως διμοιρίαν Antiph.81.5
como privilegio en sacrificios o comidas rituales ὑπάρχειν ... αὐτῷ ... σείτησιν τὴν ἐν τῷ θόλῳ καὶ πρυτανείῳ ἐπὶ διμοιρίᾳ SEG 30.82.6, 32 (Atenas III a.C.), cf. 14.656.44 (Caunos II a.C.), IEphesos 4337.15 (I d.C.), ἀ χελληστὺς στεφάνοι Πραξίκλην ... διμοιρίᾳ καὶ σαρκὶ βοείᾳ πενταμναίῳ OGI 78.21 (Metimna III a.C.), cf. SEG 40.688.9 (Tenos IV/III a.C.), λήψεται δὲ ἐν ταῖς συναγωγαῖς πάσαις διμοιρίαν IMylasa 942.11 (Casoso, heleníst.).
3 milit. escuadra desdoblada o media escuadra c. un contingente de doce hombres, Ascl.Tact.2.2, Ael.Tact.5.2, Arr.Tact.6.2.
II dos partes de tres, dos tercios, dos terceras partes μεριζομένων εἰς τρεῖς κλήρους τῶν λαφύρων τοὺς μὲν ὑπηκόους τε καὶ ἐπηλύδας διμοιρίας λαμβάνειν de modo que dividido el botín en tres partes los súbditos y los extranjeros recibían dos de ellas D.H.8.77.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
double part, double ration.
Étymologie: δίμοιρος.

Russian (Dvoretsky)

διμοιρία:
1) двойная доля, двойной пай Xen., Luc.;
2) двойное жалованье Xen.

Greek (Liddell-Scott)

δῐμοιρία: ἡ, διπλοῦν μερίδιον, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 36, Λακ. 15, 4· δ. βασιλέως Ἀντιφ. Διδυμ. 3· διπλοῦς μισθός, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4. 2) τὰ δύο τρίτα, Διον. Ἁλ. 8. 77. ΙΙ. = ἡμιλοχία, Αἰλ. Τακτ. 5, 2.

Greek Monolingual

η (AM διμοιρία)
νεοελλ.
στρατιωτικό τμήμα που αποτελείται από δύο μοίρες, το τέταρτο του λόχου
αρχ.-μσν.
τα δύο τρίτα του όλου
αρχ.
1. διπλή μερίδα
2. διπλός στρατιωτικός μισθός
3. ημιλοχία που αποτελείται από δύο ενωμοτίες.

Greek Monotonic

δῐμοιρία: ἡ, διπλό μερίδιο, διπλή μοιρασιά, σε Ξεν.· διπλή πληρωμή, διπλός μισθός, στον ίδ.

Middle Liddell

n
a double share, Xen.: double pay, Xen. [from δίμοιρος