δολιχοδρόμος: Difference between revisions
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui fournit la course du long stade.<br />'''Étymologie:''' [[δολιχός]], [[δραμεῖν]]. | |btext=ος, ον :<br />qui fournit la course du long stade.<br />'''Étymologie:''' [[δολιχός]], [[δραμεῖν]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δολιχοδρόμος:''' ὁ [[долиходром]], [[участник большого пробега]] Xen., Plat., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δολῐχοδρόμος:''' -ον ([[δόλιχος]], ὁ, [[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει σε μακρύ δρόμο, [[διαδρομή]], [[δρομέας]] <i>δολίχου</i>, σε Πλάτ., Ξεν. | |lsmtext='''δολῐχοδρόμος:''' -ον ([[δόλιχος]], ὁ, [[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει σε μακρύ δρόμο, [[διαδρομή]], [[δρομέας]] <i>δολίχου</i>, σε Πλάτ., Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 12:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, competitor in the long race, running the long course, running the δόλιχος, Pl.Prt.335e, X.Smp.2.17:—Aeol. and Dor. δολιχαδρόμος, IG12(2).388 (Mytilene), CIG 2758 (Aphrodisias), IG5(1).19 (Sparta).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): δολιχα- IG 12(2).388 (Mitilene), 5(1).19.6 (Esparta)
I 1de pers., esp. de atletas corredor del δόλιχος o carrera de fondo Ἐργοτέλει Ἱμεραίῳ δολιχοδρόμῳ Pi.O.12 tít., οἱ δολιχοδρόμοι τὰ σκέλη μὲν παχύνονται X.Smp.2.17, cf. Pl.Prt.335e, Lg.822b, Arr.Epict.3.23.2, Plu.2.486b, Dem.6, Philostr.Gym.11, 32, op. σταδιεύς Them.Or.15.196a, δ. παῖς IG 5(1).19.6 (Esparta I/II d.C.), δὶς δ. IG 12(2).388 (Mitilene II d.C.), ἀνὴρ δ. corredor adulto de la carrera de larga distancia, IAphrodisias 3.52.3.2 (imper.), cf. ISmyrna 667.10 (III d.C.), IEphesos 1609.2 (imper.).
2 de anim. que corre largas distancias del caballo libio, Eutecnius C.Par.13.19.
II carrera de fondo, Zetes ... dolichodromo (vicit) Hyg.Fab.273.
German (Pape)
[Seite 654] den Dolichos laufend: Plat. Prot. 835 e; Xen. Symp. 2, 17 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fournit la course du long stade.
Étymologie: δολιχός, δραμεῖν.
Russian (Dvoretsky)
δολιχοδρόμος: ὁ долиходром, участник большого пробега Xen., Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δολῐχοδρόμος: -ον, ὁ τρέχων τὸν δόλιχον, ὡς τὸ σταδιοδρόμος, Πλάτ. Πρωτ. 335Ε, Ξεν. Συμπ. 2, 17· δολιχαδρόμος ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2758· - δολιχοδρομεύς, ὁ, Ἐπιγρ. Amer. Inst. 3. 292.
Greek Monolingual
ο (Α δολιχοδρόμος, -ον και δολιχοδρομεύς, ο)
αγωνιστής δολίχου.
Greek Monotonic
δολῐχοδρόμος: -ον (δόλιχος, ὁ, δραμεῖν), αυτός που τρέχει σε μακρύ δρόμο, διαδρομή, δρομέας δολίχου, σε Πλάτ., Ξεν.
Middle Liddell
δολῐχο-δρόμος, ον adj δόλιχος
running the long course, Plat., Xen.