δισώματος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δῐσώμᾰτος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[de cuerpo doble]] θῆρες D.S.4.12, χροιή Orph.<i>H</i>.71.5, Κένταυροι Sch.Pi.<i>P</i>.2.78d, del principio femenino en un sistema gnóstico (ἡ θήλεια [[ἀρχή]]) [[δίγνωμος]], δ. Iust.Gn. en Hippol.<i>Haer</i>.10.15<br /><b class="num">•</b>subst. οἱ δισώματοι seres con dos cuerpos</i> Ph.2.481<br /><b class="num">•</b>[[de doble naturaleza]] (cf. [[δίσωμος]] 1) Vett.Val.174.9.<br /><b class="num">2</b> [[que tiene dos sexos]] θεός τις δ. un dios hermafrodita</i> del Eros órfico, Orph.<i>Fr</i>.57.<br /><b class="num">3</b> [[que tiene hueco para dos cuerpos]] [[εἰσώστη]] <i>CIG</i> 2842.3 (Afrodisias, biz.).
|dgtxt=(δῐσώμᾰτος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[de cuerpo doble]] θῆρες D.S.4.12, χροιή Orph.<i>H</i>.71.5, Κένταυροι Sch.Pi.<i>P</i>.2.78d, del principio femenino en un sistema gnóstico (ἡ θήλεια [[ἀρχή]]) [[δίγνωμος]], δ. Iust.Gn. en Hippol.<i>Haer</i>.10.15<br /><b class="num">•</b>subst. οἱ δισώματοι seres con dos cuerpos</i> Ph.2.481<br /><b class="num">•</b>[[de doble naturaleza]] (cf. [[δίσωμος]] 1) Vett.Val.174.9.<br /><b class="num">2</b> [[que tiene dos sexos]] θεός τις δ. un dios hermafrodita</i> del Eros órfico, Orph.<i>Fr</i>.57.<br /><b class="num">3</b> [[que tiene hueco para dos cuerpos]] [[εἰσώστη]] <i>CIG</i> 2842.3 (Afrodisias, biz.).
}}
{{elru
|elrutext='''δισώμᾰτος:''' [[двухтелый]] (θῆρες = [[Κένταυροι]] Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[δίσωμος]], -η, -ο (Α [[δισώματος]] και [[δίσωμος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για θηρία και τέρατα) αυτός που έχει διπλό [[σώμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει δύο θαλάμους.
|mltxt=και [[δίσωμος]], -η, -ο (Α [[δισώματος]] και [[δίσωμος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για θηρία και τέρατα) αυτός που έχει διπλό [[σώμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει δύο θαλάμους.
}}
{{elru
|elrutext='''δισώμᾰτος:''' [[двухтелый]] (θῆρες = [[Κένταυροι]] Diod.).
}}
}}

Revision as of 12:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δισώματος Medium diacritics: δισώματος Low diacritics: δισώματος Capitals: ΔΙΣΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: disṓmatos Transliteration B: disōmatos Transliteration C: disomatos Beta Code: disw/matos

English (LSJ)

ον, double-bodied, D.S.4.12, Orph. H.71.5, Fr.57, Ph.2.481; with two chambers, εἰσώστης CIG2842 (Aphrodisias).

Spanish (DGE)

(δῐσώμᾰτος) -ον
1 de cuerpo doble θῆρες D.S.4.12, χροιή Orph.H.71.5, Κένταυροι Sch.Pi.P.2.78d, del principio femenino en un sistema gnóstico (ἡ θήλεια ἀρχή) δίγνωμος, δ. Iust.Gn. en Hippol.Haer.10.15
subst. οἱ δισώματοι seres con dos cuerpos Ph.2.481
de doble naturaleza (cf. δίσωμος 1) Vett.Val.174.9.
2 que tiene dos sexos θεός τις δ. un dios hermafrodita del Eros órfico, Orph.Fr.57.
3 que tiene hueco para dos cuerpos εἰσώστη CIG 2842.3 (Afrodisias, biz.).

Russian (Dvoretsky)

δισώμᾰτος: двухтелый (θῆρες = Κένταυροι Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐσώματος: -ον, ὁ ἔχων διπλοῦν σῶμα, θῆρες Διόδ. 4. 12, Ὀρφ. Ὕμν. 70. 5· ἔχων δύο θαλάμους, Συλλ. Ἐπιγρ. 2842· -οὕτω, δίσωμος, ον, λεγόμενον περί τινων ἀστερισμῶν, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 6.

Greek Monolingual

και δίσωμος, -η, -ο (Α δισώματος και δίσωμος, -ον)
1. (για θηρία και τέρατα) αυτός που έχει διπλό σώμα
2. αυτός που έχει δύο θαλάμους.