διφθερίας: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />vêtu de peau.<br />'''Étymologie:''' [[διφθέρα]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />vêtu de peau.<br />'''Étymologie:''' [[διφθέρα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διφθερίας:''' ου ὁ одетый в (козью) шкуру ([[δικελλίτης]] καὶ δ. Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διφθερίας:''' -ου, ὁ, αυτός που είναι ντυμένος με [[ρούχο]] δερμάτινο, σε Λουκ. | |lsmtext='''διφθερίας:''' -ου, ὁ, αυτός που είναι ντυμένος με [[ρούχο]] δερμάτινο, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[διφθερίας]], ου, [from [[διφθέρα]] <i>n</i><br />one clad in [[leather]], Luc. | |mdlsjtxt=[[διφθερίας]], ου, [from [[διφθέρα]] <i>n</i><br />one clad in [[leather]], Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 3 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, clad in a leather jerkin; the dress of old men in Tragedy, of boors in Comedy, Posidipp. ap. Ath.10.414e, Luc.Tim.8, Poll.4.137.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ el que va vestido con una pelliza de cuero de una de las caracterizaciones del sirviente en la comedia, Poll.4.137, Luc.Tim.8, Varro RR 2.11.11.
German (Pape)
[Seite 644] ὁ, der mit einem Kleide aus Ziegenfellen, διφθέρα, Bekleidete, Luc. Tim. 8; Posidipp. Ath. X, 414 e. Nach Poll. 4, 137 ein Sklav in der Tragödie; nach Varr. R. R. 2, 11 in der Tragödie alte Leute, in der Komödie Landleute.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
vêtu de peau.
Étymologie: διφθέρα.
Russian (Dvoretsky)
διφθερίας: ου ὁ одетый в (козью) шкуру (δικελλίτης καὶ δ. Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
διφθερίας: -ου, ὁ, ἐνδεδυμένος διφθέραν, ἔνδυμα δερμάτινον· τοιαῦτα ἦσαν τὰ τῶν δούλων ἐν τῇ τραγῳδίᾳ καὶ τῶν χωρικῶν ἐν τῇ κωμῳδίᾳ, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 414E, Λουκ. Τίμ. 8, πρβλ. Varro R. R. 2. 11.
Greek Monolingual
διφθερίας, ο (Α)
αυτός που φορεί διφθέρα (στους τραγικούς ποιητές, δούλοι με διφθέρα
στους κωμικούς, γέροι αγρότες).
Greek Monotonic
διφθερίας: -ου, ὁ, αυτός που είναι ντυμένος με ρούχο δερμάτινο, σε Λουκ.