δυσκαρτέρητος: Difference between revisions
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />difficile à supporter.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[καρτερέω]]. | |btext=ος, ον :<br />difficile à supporter.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[καρτερέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσκαρτέρητος:''' [[с трудом выдерживаемый]], [[невыносимый]] ([[ψῦχος]], [[πόνος]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσκαρτέρητος:''' -ον ([[καρτερέω]]), [[δύσκολος]] να υποφερθεί, [[δυσβάστακτος]], [[ασήκωτος]], [[αφόρητος]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''δυσκαρτέρητος:''' -ον ([[καρτερέω]]), [[δύσκολος]] να υποφερθεί, [[δυσβάστακτος]], [[ασήκωτος]], [[αφόρητος]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]καρτέρητος, ον [[καρτερέω]]<br />[[hard]] to [[endure]], Plut. | |mdlsjtxt=[[δυσ-]]καρτέρητος, ον [[καρτερέω]]<br />[[hard]] to [[endure]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, hard to endure, Ph.2.73, Plu.Phoc.4, etc. Adv. -τως Porph.Marc.8, Herod. Med. ap. Aët.9.2.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de soportar, insoportable ψῦχος Duris 50, πεῖναν ... καὶ δίψαν θάλπος τε καὶ κρύος καὶ ὅσα ἄλλα δυσκαρτέρητα Ph.1.639, ἀλγηδόνες Ph.2.15, κακοπάθειαι Ph.2.73, cf. Plu.2.753c, Num.25
•irresistible ἐπιθυμία καὶ ὁρμὴ πρὸς δόξαν Plu.2.546c
•que no se tolera bien ὁ τρόπος οὗτος ... τῆς διαδέσεως de un tratamiento médico, Sor.2.6.102.
2 adv. -ως insoportablemente πυρεῖσθαι Herod.Med. en Aët.9.2, ἔχειν Porph.Marc.8.
German (Pape)
[Seite 682] schwer auszuhalten, ψῦχος Plut. Phoc. 4; τὸ δ. τῆς κοινωνίας Lyc. et. Num. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσ-, καρτερέω.
Russian (Dvoretsky)
δυσκαρτέρητος: с трудом выдерживаемый, невыносимый (ψῦχος, πόνος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσκαρτέρητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ὑπομείνῃ τις, ψῦχος Πλούτ. Φωκ. 4, κτλ.
Greek Monolingual
δυσκαρτέρητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα ανέχεται κανείς.
Greek Monotonic
δυσκαρτέρητος: -ον (καρτερέω), δύσκολος να υποφερθεί, δυσβάστακτος, ασήκωτος, αφόρητος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
δυσ-καρτέρητος, ον καρτερέω
hard to endure, Plut.